
του Τεύχους 17
Για τις νέες κοινότητες ταξικού και κοινωνικού αγώνα
Για χρόνια τώρα ο κυρίαρχος λόγος των πολιτικών ελίτ και των εξαρτηµένων κονδυλοφόρων τους προσπαθούσε να πείσει για την αναγκαιότητα να ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις, να µειωθούν οι κοινωνικές παροχές και να ιδιωτικοποιηθούν τοµείς παροχής υπηρεσιών µέχρι πρότινος υπό κρατικό έλεγχο, προκειµένου η εθνική οικονοµία να καταστεί πιο ανταγωνιστική. Ελαστικά ωράρια, µαύρη ανασφάλιστη εργασία, ουσιαστικά ανεξέλεγκτες απολύσεις, περικοπές των πραγµατικών µισθών στον δηµόσιο και στον ιδιωτικό τοµέα, υποαπασχόληση και ανεργία αποτέλεσαν τα όπλα στην ολοµέτωπη επίθεση που το κεφάλαιο είχε εξαπολύσει εναντίον της κοινωνίας µε σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας και την ενίσχυση της συσσώρευσης. Αυτή ήταν, όπως όλοι γνωρίζουν, η πραγµατικότητα πίσω από την θεαµατική αύξηση των ρυθµών ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας τα προηγούµενα χρόνια. Και το αποτέλεσµα, πέρα από την ευηµερία των δεικτών και τα γεµάτα πορτοφόλια των καπιταλιστών, ήταν η βαθµιαία έως και ραγδαία προλεταριοποίηση και η εντεινόµενη υποτίµηση της εργασίας και της ζωής σηµαντικών τµηµάτων της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι νεολαίοι, οι µετανάστες αλλά και οι εργαζόµενοι σε πολλούς «προβληµατικούς» κλάδους της παραγωγής. Το εκπαιδευτικό σύστηµα εν γένει -µια πτυχή µόνο του οποίου είναι το σχολείο και το πανεπιστήµιο- έσπευσε να προσαρµοστεί στις εξελίξεις αυτές, ενίοτε και να τις καθοδηγήσει: η βασική φιλοσοφία των συνεχών εκπαιδευτικών µεταρρυθµίσεων ήταν η επιβολή της εντατικοποιηµένης εργασίας εκπαιδευόµενων και εκπαιδευτών ως µέσου πειθάρχησης, ελέγχου και ενσωµάτωσης. Είναι αυτή η εντατικοποιηµένη εργασία εντός και εκτός σχολείου που κλέβει τον χρόνο των εφήβων και των νέων και ως τέτοια γίνεται αντιληπτή. Το σχολείο σε τίποτα πια δε θυµίζει ένα χώρο παιδείας αλλά ένα χώρο σκληρής δουλειάς. Όχι άδικα, ο µαθητής θεωρείται ο σκληρότερα εργαζόµενος στην ελληνική επικράτεια.
Την ίδια περίοδο συντελέστηκε και µια πρωτοφανής, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδοµένα, υποβάθµιση της ποιότητας ζωής: η ανάγκη διαρκούς επέκτασης του κεφαλαίου οδήγησε σε µια τεραστίων διαστάσεων λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος ενώ µεγάλα τµήµατα του όποιου «ελεύθερου» αστικού χώρου αποτέλεσαν πεδίο δράσης των εργολάβων και της βιοµηχανίας της διασκέδασης.
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση των δύο τελευταίων δεκαετιών αναπόφευκτα βρέθηκε αντιµέτωπη µε άλλοτε ισχυρότερες και άλλοτε ασθενέστερες αντιστάσεις: απεργίες για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό και αλλεπάλληλα κινήµατα κατά των εκπαιδευτικών µεταρρυθµίσεων συνοδεύτηκαν από πολυάριθµες κλαδικές κινητοποιήσεις, ακόµη και σε «νέους» χώρους εργασίας (π.χ. κούριερ) αλλά και από σηµαντικές τοπικές κινήσεις εναντίωσης στην υποβάθµιση της ποιότητας ζωής. Κινήσεις αντίστασης που, όπως ήταν φυσικό, χαρακτηρίστηκαν από στρεβλώσεις και αδυναµίες και σε µεγάλο βαθµό δεν συναντήθηκαν, αλλά απέδειξαν ότι ο κοινωνικός-ταξικός αγώνας παραµένει ζωντανός και έθεσαν όρια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Η εξέγερση του Δεκεµβρίου αποτέλεσε στο πλαίσιο αυτό την έκρηξη µιας συσσωρευµένης οργής για την καθηµερινή λεηλασία της ζωής από µια εξουσία πολιτικά και ιδεολογικά χρεοκοπηµένη. Ήταν µια αυθεντικά λαϊκή εξέγερση. Ξέσπασε από ένα τυχαίο (βέβαια όχι απρόβλεπτο γεγονός) που συµπύκνωνε και εξέφραζε µε τον πλέον ακραίο τρόπο την υποτίµηση της ζωής από τη βαρβαρότητα κάθε λογής εξουσίας. Επεκτάθηκε σε όλη την Ελλάδα και συσπείρωσε ανθρώπους διαφορετικής ηλικιακής και κοινωνικής προέλευσης. Εκφράστηκε αυθόρµητα, βίαια, ενίοτε και τυφλά. Για όσους σάστισαν µε την έκταση της εξέγερσης υπενθυµίζουµε απλώς, περιοριζόµενοι σε ορισµένα πρόσφατα γεγονότα, τη µαζικότητα των κινητοποιήσεων εναντίον της ασφαλιστικής µεταρρύθµισης Γιαννίτση το 2001, του πολέµου στο Ιράκ το 2003 και εναντίον της µεταρρύθµισης του πανεπιστηµίου και του άρθρου 16 το 2006-2007. Πέρα από τα άµεσα αίτια στον δρόµο έβρισκε συχνά ανταπόκριση ο πόθος της επανασύστασης της ανθρώπινης κοινότητας ενάντια σε κάθε λογής εξουσία.
Τον Δεκέµβρη αυτός ο πόθος γέννησε την κατάληψη δηµόσιων και δηµοτικών κτηρίων και τη σύγκληση λαϊκών συνελεύσεων. Άλλωστε, κάθε φορά που αναπτύσσονται αυθεντικά λαϊκά κινήµατα οι εξεγερµένοι ή οι επαναστατηµένοι άνθρωποι εγκαθιδρύουν δοµές άµεσης δηµοκρατίας και αυτοοργάνωσης (τοµείς στο Παρίσι του 1789, παρισινή Κοµµούνα το 1871, εργατικά συµβούλια, κολλεκτίβες στην Ισπανία, ζαπατιστικές κοινότητες στο Μεξικό). Η πρακτική αυτή αποτέλεσε µια προωθηµένη πολιτική πρόταση της εξέγερσης, στην πραγµατικότητα ήταν η µόνη που ανταποκρινόταν στον γνήσιο λαϊκό της χαρακτήρα. Έφερε δυνητικά στο πεδίο της δηµόσιας συζήτησης το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών ζητηµάτων που η εξέγερση έθετε, και µάλιστα σε συνθήκες αδιαµεσολάβητης επικοινωνίας. Ανέδειξε άλλοτε γενικότερα ζητήµατα (αλληλεγγύη στους προφυλακισµένους της εξέγερσης και στην εργάτρια Κ. Κούνεβα) και άλλοτε θέµατα τοπικού ενδιαφέροντος. Αποτέλεσε τη φυσική διέξοδο των ανθρώπων που συγκλονιζόµενοι από τα γεγονότα του Δεκέµβρη αποφάσισαν να µην επιστρέψουν κουρασµένοι στα σπίτια τους αλλά να βρουν τρόπους συνέχισης ενός αγώνα που οι ίδιοι ξεκίνησαν. Αυτή η πρακτική όχι µόνο δεν σταµάτησε να υπάρχει αλλά µάλιστα έχει εξαπλωθεί σε πολλές γειτονιές της Αθήνας. Οι συνελεύσεις αυτές βασίζονται στις αρχές της αυτοοργάνωσης και της άµεσης δηµοκρατίας και λειτουργούν αντιιεραρχικά επιτρέποντας σε όλους να συµµετάσχουν επί ίσοις όροις. Καταργούν στην πράξη τους ψεύτικους διαχωρισµούς, είναι ακηδεµόνευτες και αναδεικνύουν τα ελευθεριακά χαρακτηριστικά της εξέγερσης αφού σε αυτές συνοψίζεται η επιθυµία των ανθρώπων να καθορίσουν οι ίδιοι τις τύχες τους. Οι δοµές αυτές δραστηριοποιούνται ενοποιητικά στις γειτονιές, ανασυστήνουν µια κοινότητα γύρω από τον χώρο κατοικίας, καλούν τους πολίτες να άρουν τον έλεγχο του δηµόσιου χώρου από το κράτος και τοπικές αρχές µέσα από την επανοικειοποίηση της έννοιας του δηµόσιου.
Θεωρούµε ότι η γενικευµένη άρνηση του υπαρκτού που εκδηλώθηκε τον Δεκέµβρη µπορεί να αποτελέσει την αφετηρία µιας µακροχρόνιας περιόδου συνολικής αµφισβήτησης. Είναι σαφές πως για εµάς το πρόβληµα δεν είναι η αστυνοµία, δεν είναι η «κρίση» του εγχώριου πολιτικού συστήµατος, δεν είναι καν η οποιαδήποτε «κρίση» γνωρίζει σήµερα ο καπιταλισµός. Το πρόβληµα είναι ο ίδιος ο καπιταλισµός και η ιεραρχική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, ανεξάρτητα από τις επιµέρους µορφές που λαµβάνουν, (νεο)φιλελεύθερες ή σοσιαλδηµοκρατικές. Το πρόβληµα είναι το ίδιο το γεγονός της εκµετάλλευσης, ο διαχωρισµός των ανθρώπων, η αλλοτρίωση και η έλλειψη ελέγχου πάνω στις συλλογικές µας δραστηριότητες, σε τελική ανάλυση πάνω στις ζωές µας. Αυτά είναι για εµάς τα ανοικτά ζητήµατα που αφήνει ο Δεκέµβρης. Αν ο -παγκοσµιοποιηµένος πλέον- καπιταλισµός αυτή τη στιγµή ενώνει τους ανθρώπους στην κοινότητα του κεφαλαίου, η απάντηση µας δεν µπορεί να είναι άλλη από την αµφισβήτηση και τελικά την επίθεση στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που στηρίζουν αυτό το καθεστώς.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναζητηθούν λύσεις µέσα από τη δηµιουργία αυτόνοµων συνδικάτων βάσης, πέρα από κοµµατικές αναφορές που τα κρατούν δέσµια ετεροαποφασισµένων επιλογών. Συνδικάτα, τυπικά ή άτυπα, που θα λειτουργούν αντιιεραρχικά και αντιγραφειοκρατικά και µέσω αµεσοδηµοκρατικών διαδικασιών θα κινητοποιήσουν ένα γνήσια λαϊκό και αυτόνοµο εργατικό κίνηµα που θα ενώσει τους ανθρώπους και θα πολεµήσει στην πράξη τόσο τον συντεχνιασµό όσο και την ιδιώτευση. Όσοι από εµάς αντιλαµβανόµαστε τόσο την χρεωκοπία του κοµµατικοποιηµένου συνδικαλισµού όσο και τη βαρβαρότητα της εργοδοτικής επίθεσης, οφείλουµε να ενισχύσουµε ή και να δηµιουργήσουµε τέτοιες δοµές σε όλους τους χώρους εργασίας, από τα εργοστάσια και τα σχολεία ως τα γραφεία, τα καταστήµατα και τις δηµόσιες υπηρεσίες. Δοµές που θα δρουν γνωρίζοντας ότι η επίθεση σε µια κατηγορία εργαζοµένων είναι επίθεση σε όλους και ότι η νίκη του ενός είναι νίκη της κοινωνίας. Δοµές που θα δρουν αλληλέγγυα και θα φροντίζουν για την ενίσχυση των πιο αδύναµων κοµµατιών.
Χρειαζόµαστε λοιπόν κοινότητες ταξικού και κοινωνικού αγώνα που θα καλλιεργήσουν το έδαφος για να ανθίσουν οι σπόροι αυτής της αµφισβήτησης. Νέες κοινότητες που θα ριζώσουν στους τόπους του κοινωνικού γίγνεσθαι, στις συνοικίες, στις γειτονιές, στις επιχειρήσεις και στις εταιρίες. Κοινότητες που θα απευθύνονται στους οµήρους των δανείων, σε όσους υποφέρουν από την απελπιστική ακρίβεια στα καθηµερινά αγαθά, σε όσους βιώνουν τα αδιέξοδα της εντατικοποιηµένης και αλλοτριωτικής εργασίας. Κοινότητες που θα θέσουν αυτά ακριβώς τα ζητήµατα µε γλώσσα αυθεντική και όχι µε όρους ιδεολογικού αποκλεισµού, που ίσως δεν διστάσουν να προωθήσουν και συγκεκριµένα ενοποιητικά αιτήµατα, σίγουρα όµως συνδικάτα που θα µιλήσουν για τη ζωή συνολικά και θα επιχειρήσουν να αναπλάσουν τον κοινωνικό ιστό στη βάση της αλληλεγγύης του αγώνα.
ευτοπική κοινότητα αγώνα, Απρίλης 2009