
του Τεύχους 19
Η Χάνα Άρεντ για το σύστημα των συμβουλίων
Η Χάνα Άρεντ είναι μια πολιτική φιλόσοφος του 20ου αιώνα η οποία δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμιά από τις σχολές που κυριάρχησαν στη σκέψη της εποχής της. Παρά την τεράστια σημασία που αποδίδει στο πολιτικό, απέφυγε κάθε μορφή πολιτικής στράτευσης. Η σκέψη της, και κυρίως η περισσότερο γνωστή κριτική της στον ολοκληρωτισμό, τόσο στη ναζιστική όσο και στη σταλινική του εκδοχή, παρείχε επιχειρήματα στους υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας. Παρόλα αυτά, αν μελετήσει κανείς το σύνολο του έργου της, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κριτική της στην αντιπροσωπευτική αστική δημοκρατία είναι εξίσου δριμεία. Η Άρεντ είναι μια στοχαστής που υπερασπίζεται την άμεση, πρόσωπο με πρόσωπο, δημοκρατία και αντιτάσσεται στη διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής και την ηγεμονία της οικονομίας.
Αξίζει να γίνει αναφορά σ’ αυτό που η Άρεντ θεωρεί ως το πιο αξιόλογο αποκύημα της επαναστατικής παράδοσης, η σημασία του οποίου έχει υποβαθμιστεί από τους ιστορικούς. Γίνεται λόγος εδώ για το συμβουλιακό σύστημα. Αυτό που έλκει το ενδιαφέρον της φιλοσόφου είναι ότι τα συμβούλια, με διάφορες μορφές, αναδύθηκαν στο πλαίσιο όλων των αυθεντικών επαναστάσεων του 19ου και του 20ου αιώνα, χωρίς οι επαναστάτες σε κάθε περίπτωση ν’ αναφέρονται στην ίδια θεωρητική παράδοση.1 Οι “ειδικοί” της επανάστασης στην καλύτερη περίπτωση αναγκάστηκαν ν’ αποδεχτούν αυτά τα αυθόρμητα λαϊκά δημιουργήματα, αποδίδοντάς τους μεταβατικό ρόλο στην επανάσταση, χωρίς να κατανοούν πως οι πολίτες οργανώθηκαν σε συμβούλια με την πρόθεση οι θεσμοί αυτοί να συγκροτήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων η οποία θα επιβίωνε της επανάστασης ως η νέα μορφή διακυβέρνησης.2
Η Άρεντ απαριθμεί τις ιστορικές στιγμές κατά τις οποίες έλαβε χώρα η συγκρότηση συμβουλίων. Με χρονολογική σειρά γίνεται αναφορά στην Παρισινή Κομμούνα του 1871, στα Σοβιέτ που δημιουργήθηκαν στη Ρωσία το 1905 και το Φεβρουάριο του 1917, στα Arbeiter- και Soldaten-räte (Συμβούλια εργατών και στρατιωτών) στη Γερμανία κατά τα έτη 1918 και 1919 και, τέλος, στο συμβουλιακό σύστημα στο πλαίσιο της Ουγγρικής Επανάστασης το 1956.3 Αυτές οι μορφές οργάνωσης των πολιτών συνιστούν, κατά την Άρεντ, θεσμούς ελευθερίας με τη θετική έννοια,4 καθώς στο πλαίσιο τους έγινε πραγματικότητα η άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση. Ένα χαρακτηριστικό το οποίο μοιράζονται αυτές οι πολιτικές απόπειρες είναι η διάθεσή τους να εξαπλωθούν ως πρόταση συλλογικής οργάνωσης αλλά και να οργανωθούν σε ευρύτερη βάση, συγκροτώντας συμβούλια συμβουλίων.5 Η ομοσπονδιακή οργάνωση τέτοιων στοιχειωδών μονάδων πολιτικής συγκρότησης συνιστά, κατά την Άρεντ, πρόσφορη απάντηση τόσο στο κομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην αντιπροσώπευση όσο και στη σύγχρονη μαζική, και απολιτική, κοινωνία.6
Σε σχέση, ιδίως, με το κομματικό σύστημα η Άρεντ αντιλαμβάνεται τα συμβούλια ως απόλυτα ανταγωνιστική μορφή οργάνωσης. Παρότι και οι δύο πολιτικές μορφές είναι δημιουργήματα της νεοτερικότητας, η αντίθεσή τους έγκειται στην αντίληψη που βρίσκεται στη βάση του καθενός σε σχέση με την ιδιότητα του πολίτη. Στο κομματικό σύστημα οι πολίτες περιορίζονται στο ρόλο των εκλογέων αντιπροσώπων, οι οποίοι προεπιλέγονται, στην ουσία διορίζονται, από την κομματική ιεραρχία. Οι αντιπρόσωποι αυτοί μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πολιτών αλλά δεν είναι δυνατό στο πρόσωπό τους να εκφράζονται οι γνώμες και οι πράξεις του εκλογικού σώματος, οι κεντρικές δηλαδή, πολιτικές λειτουργίες.7 Αντίθετα, στα συμβούλια, όπου οι πολίτες συμμετέχουν άμεσα στη διακυβέρνηση, εκδηλώνεται η πολιτική τους ελευθερία, μέσω της αδιαμεσολάβητης πράξης και έκφρασης γνώμης. Εξάλλου, τα προγράμματα των κομμάτων προσφέρουν ένα υλικό άνωθεν σχεδιασμένο και έτοιμο προς επιτέλεση σ’ ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα, σε αντιδιαστολή με τα συμβούλια, όπου είναι εφικτή η αυθόρμητη δημιουργία.8 Το κομματικό σύστημα, ακόμα και στην επαναστατική του εκδοχή, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που αποτελούσαν τα συμβούλια για τη συγκεντροποιημένη κεντρική εξουσία γι’ αυτό και προχώρησε στην αποδυνάμωση και την καταστολή τους μετά την επικράτησή του, τόσο στο πλαίσιο της Γαλλικής όσο και της Ρωσικής Επανάστασης.
Το κομματικό σύστημα, κατά την Άρεντ, οφείλει σε μεγάλο βαθμό την επικράτηση του στο συγκεντρωτικό χαρακτήρα του έθνους-κράτους.9 Η Άρεντ αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του έθνους-κράτους τόσο ως πρόφαση για την επιβολή μιας συγκεντρωτικής πολιτικής εξουσίας, όσο και ως το πλαίσιο στο οποίο εκδιπλώνεται η γενική βούληση του λαού, μια έννοια ασύμβατη με την πολιτική ελευθερία. Στην επίκληση στη γενική βούληση αποδίδει η Άρεντ την τρομοκρατική τροπή και τελικά την αποτυχία της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρεί ότι η γενική βούληση ανέλαβε το θεσμικό ρόλο του αποκεφαλισμένου μονάρχη. Το έθνος-κράτος και η επικράτηση του αντιπροσωπευτικού, κομματικού συστήματος συγκροτούν μια μορφή διακυβέρνησης κατ’ ουσίαν ολιγαρχική.10 Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι δημοκρατικές μόνο κατ’ όνομα. Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτό. Πρόκειται για τη θέση της Άρεντ πως, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά ζητήματα, δεν υπάρχουν ειδήμονες, άνθρωποι οι οποίοι κατέχουν μια ειδική γνώση της οποίας ο καθένας δεν μπορεί να γίνει κοινωνός.11 Παρότι η φιλόσοφος αναφέρεται σε πολιτικές αρετές, οι αρετές αυτές συνίστανται στη διάθεση, το ενδιαφέρον, ακόμα και το πάθος των ανθρώπων να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι τα μόνα κριτήρια καταλληλότητας για το πεδίο των πολιτικών πραγμάτων. Στην ουσία η Άρεντ αναφέρεται σε μια αυτοεπιλογή ως προς την παρουσία του καθενός στο δημόσιο χώρο.12
Υπάρχει, ωστόσο, μια κριτική που επιφυλάσσει η Άρεντ στην πραγματικότητα των συμβουλίων και ειδικά στην εργατική τους μορφή. Αφορμή αυτής της κριτικής είναι η πρόθεση των εργατικών συμβουλίων, κυρίως στη διάρκεια της Ουγγρικής Επανάστασης, να αναλάβουν τη διαχείριση των εργοστασίων. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο πεδίο της πολιτικής, η διοίκηση ή η διαχείριση απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και συγκεκριμένες ικανότητες. Δεν υπάρχει δηλαδή τίποτα το οποίο να εγγυάται πως οι άνθρωποι που είναι κατάλληλοι και αποτελεσματικοί όταν πράττουν πολιτικά είναι ικανοί να διοικήσουν με την ίδια επιτυχία.13 Θεωρεί μάλιστα η φιλόσοφος πως αποτελεί ενός είδους υποβιβασμό για τους εργάτες, οι οποίοι λειτουργούσαν ως πολίτες εντός των συμβουλίων τους, να στρέψουν το ενδιαφέρον τους πάλι στο χώρο του εργοστασίου. Η κριτική της Άρεντ στη διαχειριστική όψη των εργατικών συμβουλίων έχει βαθύτερες ρίζες στη σκέψη της. Στη βάση της βρίσκεται η διάκριση μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας. Το εργοστάσιο, σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, υπάρχει για να παρέχει τα αναγκαία της επιβίωσης και, μ’ αυτήν την έννοια εξυπηρετεί τις ανάγκες του ανθρώπου ως μέλους του είδους του, όχι ως πολιτικής οντότητας. Η διαχείριση της δραστηριότητας του μόχθου στο πεδίο της αναγκαιότητας δε συνιστά, κατά την Άρεντ, πολιτική πράξη, ανήκει περισσότερο, με όρους αρχαίας ελληνικής ‘πόλεως’, στην επικράτεια του οίκου παρά το δήμου.14
Ανεξάρτητα πάντως από αυτή τη λειτουργία των συμβουλίων, την οποία η Άρεντ αντιμετωπίζει με κριτική διάθεση, είναι άξιο παρατήρησης πως, συγκριτικά με τις άλλες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, το συμβουλιακό σύστημα κερδίζει την ανεπιφύλακτη εύνοιά της.15 Η προτίμηση αυτή οφείλεται στον αυθόρμητο χαρακτήρα της συγκρότησης των συμβουλίων αλλά και στην πραγμάτωση εντός τους της πολιτικής ελευθερίας. Επιπλέον, η Άρεντ θεωρεί πως το συμβουλιακό σύστημα είναι απαράμιλλη απόδειξη ότι ο λαός, όταν απεκδύεται την κηδεμονία των κυριάρχων του, δε μετατρέπεται σ’ έναν όχλο που δημιουργεί συνθήκες χάους, αλλά, αντίθετα, τείνει να οργανώνεται θεμελιώνοντας μια νέα τάξη πραγμάτων η οποία φιλοδοξεί να διαρκέσει στο χρόνο.16
Η αξία της υπεράσπισης των συμβουλίων από την Άρεντ δεν εντοπίζεται στην πρωτοτυπία της. Πολλά πολιτικά κινήματα και οι άνθρωποι που τα συγκροτούν εξακολουθούν να αναφέρονται σε αυτά ως φωτεινές στιγμές της επαναστατικής παράδοσης. Το ενδιαφέρον έγκειται στην πορεία που ακολουθεί ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα συμβούλια είναι η πιο πρόσφορη μορφή πολιτικής οργάνωσης. Η αφετηρία της είναι φιλοσοφική. Πρώτα συγκροτεί μια θεωρία για την πολιτική ελευθερία, η οποία είναι συστηματική και μετά αναζητά στην ιστορία τις πολιτικές μορφές που ανταποκρίνονται σε αυτήν. Το έργο της Άρεντ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό ευαγγέλιο, η συστηματικότητα και η ανεξαρτησία, όμως, της σκέψης της μπορεί να φανεί χρήσιμη στους ανθρώπους που σκέφτονται και δρουν για την κοινωνική ανατροπή.
Ντόνια Αβραμίδου
- 1Άρεντ, Χάνα, Για την επανάσταση, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 243.
- 2ό.π., σ. 232.
- 3ό.π., σ. 242.
- 4Η Άρεντ κάνει διάκριση μεταξύ της ελευθερίας να πράττει κανείς, της ελευθερίας χάριν-του (freedom), την οποία χαρακτηρίζει θετική, και της ελευθερίας από περιορισμούς (liberty), της αρνητικής ελευθερίας. Η τελευταία, σε αντίθεση με την πρώτη, δεν προϋποθέτει τη δημοκρατία. Θα ήταν δυνατό να παραχωρηθεί και από έναν φωτισμένο μονάρχη.
- 5ό.π., σσ. 247-248.
- 6ό.π., σ. 259.
- 7ό.π., σ. 249.
- 8ό.π., σ. 244.
- 9ό.π., σσ. 228-230.
- 10ό.π., σ. 250.
- 11ό.π., σ. 245.
- 12ό.π., σ. 258.
- 13ό.π., σσ. 254-255.
- 14Arendt,Hannah, Die hungarische Revolution und der Totalitäre Imperialismus, Piper, München, 1958, σσ. 41-42.
- 15Για τη θετική αποτίμηση των συμβουλίων πρβλ. Αρεντ, Χάνα, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (Vita Activa), μτφρ. Στέφανος Ροζάνης & Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1986, σσ. 294-295, Arendt, Hannah, Crises of the Republic, Harcourt-Brace, New York 1972, σ. 231 και Άρεντ, Χάνα, Περί βίας, μτφρ. Β. Νικολαϊδου-Κυριανίδου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σσ. 84-85. Τον ενθουσιασμό της Άρεντ για το σύστημα των συμβουλίων διαπιστώνει και η Άγκνες Χέλλερ στο Χέλλερ, Άγκνες, Η μεγάλη δημοκρατία, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, Αθήνα 2007, σ.13.
- 16Άρεντ, Χάνα, Για την επανάσταση, ό.π., σ. 251-253.