
του Τεύχους 03
Βιβλιοπαρουσίαση: Και πάλι μόνοι: Η ηθική μετά τη βεβαιότητα-Zygmunt Baumann
Βιβλιοκριτική
Ζygmunt Baumann, Και παλί μόνοι: η ηθική μετά τη βεβαιότητα, Έρασμος,
Αθήνα 1998
Η μεταμοντέρνα πολιτική της ηθικής
Το βιβλίο του Zygmunt Baumann: «Και πάλι μόνοι: Η ηθική μετά τη βεβαιότητα»
που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις «Έρασμος» αποτελεί
μια από τις πιο
ενδιαφέρουσες προτάσεις σε ελληνική γλώσσα για όσους επιδιώκουν τη γνωριμία,
ή την αντιπαράθεση, με τις σύγχρονες εξελίξεις στο χώρο της ηθικής, κοινωνικής
και πολιτικής θεωρίας. Κι αυτό γιατί μέσα σε εξήντα μόλις σελίδες μπορεί
να παρακολουθήσει κανείς τις βασικές γραμμές των απόψεων του γνωστού πολωνού
στοχαστή, ο οποίος την τελευταία κυρίως δεκαετία έχει αναδειχτεί στο βασικότερο
ίσως εκπρόσωπο κάποιων πολύ σύγχρονων φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών
τάσεων, με απήχηση εντός κι εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας.Το εν λόγω
ευσύνοπτο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης εντάσσεται στον κύκλο των πρόσφατων
μελετών του Baumann, που ως πυρήνα τους έχουν ένα από τα τελευταία μεγάλα
έργα του, που εκδόθηκε το 1993 με τίτλο «Μεταμοντέρνα ηθική». Ελάχιστη
πάντως είναι η σχέση της τοποθέτησης του συγγραφέα με το είδος εκείνο
της ανέμελης αλαζονίας και αδιαφορίας που κατά κανόνα χαρακτηρίζει όσους
επικαλούνται την αμφιλεγόμενη έννοια του «μεταμοντέρνου». Στόχος του δεν
είναι να ειρωνευτεί εξ αποστάσεως τον κόσμο του «μοντέρνου», πολύ περισσότερο
δεν είναι να πανηγυρίσει την έλευση μιας καινούριας, ελεύθερης εποχής.
Το αντίθετο, με πρόθεση αμέριστα κριτική έρχεται να καταγγείλει την υπάρχουσα
κοινωνική πραγματικότητα, ακόμη και στη μεταμοντέρνα εκδοχή της, και ιδίως
να την αφοπλίσει από τα όσα νομιμοποιητικά επιχειρήματα η ίδια επικαλείται
προς αυτοδικαιολόγηση. Από την άποψη αυτή ο Zygmunt Baumann, αν και «μεταμοντέρνος»,
εντάσσεται στη μαχητική διαφωτιστική παράδοση του αγώνα για την αλλαγή
του κόσμου, για τούτο άλλωστε και εύλογα του απονεμήθηκε πέρσυ το βραβείο
Theodor Adorno από την πόλη της Φρανκφούρτης.
Στο «Και πάλι μόνοι» ο Baumann επιχειρεί να ανιχνεύσει τα κοινωνικά αίτια
και χαακτηριστικά της σύχρονης ηθικής πραγματικότητας, να αντικρούσει
αρκετές από τις συνήθεις ή εναλλακτικές σχετικές προτάσεις που διατυπώνονται
και να αντλήσει κάποιους βασικούς πολιτικούς προσανατολισμούς οι οποίοι
να ανταποκρίνονται στην υφή της παρούσα κατάστασης, σύμφωνα βέβαια με
την διάγνωση του ίδιου για αυτήν. Στην Εισαγωγή της έκδοσης ο Κώστας Χατζηκυριακού
(που μαζί με τη Ρίκα Μπενβεnίστε είναι και υπεύθυνος για την ωραία μετάφραση)
«δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την πολιτική στάση» του Baumann «αριστερή».
Το τι μπορεί όμως να σημαίνει ο όρος αυτός σήμερα κάθε άλλο είναι παρά
σαφές. Αναφέρεται τάχα στην προσύλωση σε μια σειρά από «αξίες» ανθρωπιστκού,
ας πούμε, χαρακτήρα, έχει να κάνει με την επιδίωξη ενός σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού της κοινωνίας, υπονοεί εν γένει την όποια μετεξέλιξη της
λογικής της επανάστασης ή των κινημάτων του παρελθόντος, ή μήπως κάποια
άλλη από τις άπειρες σημασιολογικές παραλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο
σοβαρά εννοούμενες, μιας έννοιας που για πάρα πολλούς λόγους έχει αν μη
τι άλλο καταστεί προβληματική και αδιευκρίνηστη; Αν κανείς λάβει υπ' όψιν
του την αιχμή της κριτικής του Baumann στις τρέχουσες ηθικές αντιλήψεις
και θεωρίες, όπως αυτή δηλώνεται από την αρχή σχεδόν του βιβλίου, τη θέση
δηλαδή ότι η έννοια της ηθικής έχει ως τώρα ταυτιστεί θεωρητικά και πρακτικά
με αυτήν του γενικού κανόνα, του νόμου και της τάξης, κάτι στο οποίο Baumann
αποδίδει ολέθριες συνέπειες, τότε ο όρος «αριστερός» θα πρέπει να σχετίζεται
πάνω απ' όλα με την ευαισθησία έναντι του προβλήματος της εξουσίας, με
την κριτική της υπακοής και της υποταγής, τόσο στο επίπεδο της θεμελίωσης
του ηθικώς πράττειν όσο και στην κοινωνική ζωή την ίδια. Με κύριο εχθρό
τη λογική της πειθαρχίας, η θεωρία του Baumann προβάλλει αρχικώς ως χαρακτηριστικά,
αν και όχι εν τέλει κλασικά, αντιεξουσιαστική. Πόσο όμως σαφέστερος είναι
αυτός ο προσδιορισμός από εκείνον του «αριστερού»; Η περίπτωση του Baumann
είναι ενδεικτική για το ότι ακόμη και η έννοια του «αντί της εξουσίας»
επιδέχεται τόσες πολλές εννοήσεις που απλή πρόταξη της γίνεται ελάχιστα
ικανοποίητική, ακόμη μάλιστα και παραπλανητική. Το ζήτημα είναι πώς ακριβώς
κανείς την εννοεί· για αυτό όμως θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο
της τοποθέτησης του συγγραφέα κάπως αναλυτικότερα.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση του κειμένου είναι
ότι, τουλάχιστον για όποιον έτσι κι αλλιώς κινείται με αντίστοιχη κριτική
προδιάθεση, δεν υφίσταται θέμα διαφωνίας. Αναζητώντας τις ιστορικές αιτίες
και το κοινωνικό πλαίσιο της σύγχρονης ηθικής πραγματικότητας, ο Baumann
ανατρέχει στον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης και στη γραφειοκρατία,
φαινόμενα ασφαλώς πολύ γνωστά και εξαντλητικά αναλυμένα από την εποχή
του Weber. Το ίδιο ισχύει και για τις συνδυαζόμενες με αυτά έννοιες του
«διαδικαστικού» και «εργαλειακού» ορθολογισμού, που περιγράφουν αντίστοιχα
την τυποποίηση και μηχανοποίηση των λειτουργιών αλλά και κυρίως των σχέσεων
μεταξύ των προσώπων. Για τον Baumann, η κυριαρχία του αυτοματισμού συνεπάγεται
τη μετατροπή όσων υπόκεινται σε αυτόν σε απλά ανδρείκελα. Στη βάση αυτή,
η αρνητική αξιολόγηση της μοντέρνας κατάστασης εμφανίζεται θεμελιωμένη
η ίδια στο κατ' εξοχήν μοντέρνο κριτήριο της αυτονομίας, που από την αυγή
των νεότερων χρόνων προβάλλονταν ως αίτημα αποδέσμευσης από τον ασφυκτικό
κλοιό των δεσμών της παράδοσης.Έτσι, ακόμη και όταν στη συνέχεια του κειμένου
ο Baumann αναδεικνύει ως καταδικαστέο τον αποσπασματικό, ασυνεχή χαρακτήρα
της σύγχρονης ζωής, όταν με θλίψη καταφέρεται ενάντια στην κυριαρχία της
ατομικιστικής ψευδαίσθησης της ελευθερίας και την ιδιώτευση, η σκέψη του
δεν διέπεται από τη νοσταλγία κάποιου χαμένου παρελθόντος. Σταθερά προσανατολισμένος
μένει στη μάχη του εναντίον της ηθικής του κανόνα, απομυθοποιώντας
την ιδεολογία εκέινη η οποία ξεχνά ότι η «ελευθερία κινήσεων», ο «απαράβατος
ιδιωτικός χώρος» και η απολυτοποίηση των «ανοικτών επιλογών» αποτελουν
μικρογραφία της εργαλειακής λογικής και του κανονιστικού χαρακτήρα των
σχέσεων, όπως ήδη διαμορφώνονται από το σκληρό επιχειρησιακό πνεύμα. «Η
στρατηγική του Χρειάζομαι χώρο [...]», γράφει,«εξουδετερώνει πλευρές
της ανθρώπινης ύπαρξης που οι εξουδετερωτικοί μηχανισμοί της γραφειοκρατίας
και των επιχειρήσεων δεν θα μπορούσαν (ή δεν μπόρεσαν ή δεν επιθυμούσαν)
να αγγίξουν».
Τίποτα ωστόσο από αυτά (οσοδήποτε χρήσιμο να επαναλαμβάνονται και να εμβαθύνονται
σε μια εποχή που η διάκριση του φιλελευθερισμού από την ελευθερία ολοένα
συσκοτίζεται) δεν συνιστά την πρωτοτυπία της τοποθέτησης του Baumann.
Η ιδιαιτερότητά της έγκειται μάλλον στο γεγονός ότι η απόρριψη της ηθικής
κανονιστικότητας ή η καταδίκη αυτού που ο ίδιος ονομάζει «ηθική κατάντια»
δεν συνδυάζονται με μια υποψία έναντι του καταπιεστικού χαρακτήρα της
ηθικής δέσμευσης γενικά,. αλλά, εντελώς αντίθετα συναρτώνται με την υποστήριξη
μιας προσωπικής ηθικής στην οποία αντιδιαστέλλεται η
εξωγενής πειθαρχία.Με αυτόν όμως τον τρόπο, όσο περισσότερο τονίζει ο
Baumann το δράμα της υποταγής του συγκεκριμένου και διαφορετικού κάθε
φορά προσώπου στη βία του γενικού, τόσο αφήνει ανεξέλεγκτη, και μάλιστα
επικροτεί, τη λογική της προσωπικής αυτοπειθάρχησης, της συνέπειας, της
αυτοθυσίας, της ηθικής ταυτότητας. Η κομβική φράση: «κανείς άλλος εκτός
από το ηθικό υποκείμενο δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος για τη δική του
ηθική ευθύνη» από τη μια υπερασπίζεται την αυτονομία του ατόμου έναντι
των απρόσωπων μηχανισμών, από την άλλη όμως, και στο βαθμό που η έννοια
της αυτoνομίας περιορίζεται στο ηθικό της σκέλος, καταδικάζει το άτομο
σε μια ατελεύτητη τροχιά ενοχής, θεολογικών οπωσδήποτε αποχρώσεων. Στο
τέλος περίπου του κειμένου διαβάζουμε: «Η ηθική ζωή είναι ζωή διαρκούς
αβεβαιότητας και απαιτείται πολύ μεγάλη δύναμη, ανθεκτικότητα και ικανότητα
να αντιστέκεται κανείς στις πιέσεις για να είναι ηθικός.[...] μπορούμε
να αναγνωρίσουμε ένα ηθικό πρόσωπο από το ότι ποτέ δεν ικανοποιείται από
την ηθική του παρουσία και κατατρώγεται από την υποψία ότι δεν ήταν αρκούντως
ηθικό». Αυτή είναι η μεταμοντέρνα εκδοχή της πάλης του καλού με το κακό.
Δεν υπάρχει ασφαλώς αμφιβολία ότι η υποκριτική κάλυψη πίσω από το δεδομένο
των ισχυόντων κανόνων ή, αντίστροφα, πίσω από την εύκολη ειρωνία αφηρημένα
κάθε ηθικής δεν προσφέρουν καλύτερη λύση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι
η πρόταση του Baumann για προσωπικό ηθικό αγώνα μπορεί να καυχιέται ως
υπέρβαση των μοντέρνων αδιεξόδων, έστω και σε αυτόν καθ' αυτόν τον τομέα
της ηθικής. Ακόμη κι αυτή η παραδοσιακότατη αντίληψη περί καθολικά δεσμευτικών
ηθικών κανόνων, πλάι στην απολυταρχική της διάσταση, εγείρει την εύλογη
απαίτηση για ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο του ηθικού
δεόντος, ενώ ο Baumann μένει παγιδευμένος σε έναν ανείπωτο φορμαλισμό
όπου το μόνο κριτήριο είναι ο προσωπικός αγώνας για ηθική ταυτότητα, χωρίς
να μπορεί να προσδιοριστεί σε τι συνίσταται η ταυτότητα αυτή. Η «ηθική
ευθύνη» δεν είναι μόνο όπως προτάσσει ο συγγραφέας «άνευ όρων» και «άνευ
ορίων» αλλά και «άνευ περιεχομένου». Το να μιλά κανείς για «στράτευση»
αντί της «απεμπλοκής» και «ευθύνη» αντί «αδιαφορίας» δεν έχει κανένα νόημα
όταν δεν λέγεται ευθύνη και στράτευση πώς, με ποιον και σε τι. Μπορεί
φράσεις όπως «να τηρείς ηθική στάση σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη
για τον Άλλον [...] κι αυτό[...] δεν εξαρτάται από το τι κάνει ο Άλλος,
από το αν αξίζει τη φροντίδα σου,αν σου ανταποδίδει τα ίσα» να ακούγονται
ανακουφιστικά καλοπροαίρετες και ελκυστικά γαλήνιες· το θέμα όμως είναι
ότι Άλλος με άλφα κεφαλαίο δεν υπάρχει ούτε πρόκειται
να υπάρξει ποτέ, παρά μόνοι πολλοί μικροί και πεζά υλικοί άλλοι, που ως
περιορισμένα όντα έχουν ανάγκη από πολύ συγκεκριμένα πράγματα που σπάνια
ως τώρα έρχονται σε συμφωνία μεταξύ τους. Άλλος είναι ο πρόεδρος των Η.Π.Α.,
άλλος είναι και ο άστεγος, και το τι κάνει ή δεν κάνει ο καθένας από τους
δυο είναι μάλλον σημαντικό για τον προσδιορισμό της ηθικής στάσης μας,
όπως φυσικά και χιλιάδες άλλοι ατομικοί, κοινωνικοί και ιστορικοί παράγοντες
που η ηθική παρακμιολογία αφήνει με χριστιανική ανωτερότητα απ' έξω. Όπως
επίσης, αλλός εαυτός είναι αυτός του υπουργού αμύνης μιας χώρας κι άλλος
εκείνος αυτού που περιμένει τους βομβαρδισμούς στο καταφύγιο· ο μεταμοντερνος
όμως ηθικός φιλόσοφος κατασκευάζει, χωρίς βεβαίως την πρόθεσή του, ένα
κοινό τύπο και για τους δύο στο όνομα του δεδομένου αλλά και της αξίας
της αβεβαιότητας και του πλουραλισμού.«Φαίνεται», λέει ο Baumann, «ότι
σήμερα χρειαζόμαστε ένα εντελώς καινούριο είδος ηθικής». Καμιά αντίρρηση,
μολονότι δεν είναι αυτονόητο ούτε ότι πρωτίστως είναι κάποια ηθική αυτό
που χρειαζόμαστε, ούτε βεβαίως αν η ηθική είναι κάτι που κατασκευάζεται
με την απόφασή μας να είμαστε ηθικοί. Το καίριο ωστόσο ερώτημα είναι ποιοι
είμαστε εμείς που τη χρειαζόμαστε, και η απάντηση «οι άνδρες και οι γυναίκες»,έκφραση
που κατά κόρον συναντάμε στις σελίδες του κειμένου (όπως και σε κάθε επίδειξη
συμμόρφωσης στο correct), είναι απολύτως ταυτολογική.
Εδώ δεν είναι δυνατόν να επιχειρήθει μια αναλυτικότερη και βαθύτερη προσέγγιση
της ηθικής φιλοσοφίας του Baumann, η οποία, όπως ρητά δηλώνεται, ακολουθεί
πιστά το δρόμο της υπαρξιακής-θεολογικής σκέψης του Levinas. Μπορεί ωστόσο
να ξαναθυμηθεί κανείς το ερώτημα που τέθηκε από την αρχή σχετικά με την
ακριβή σημασία του όρου «αριστερός» ή «αντιεξουσιαστής». Η ουσιαστική
άλλωστε αιχμή του βιβλίου του Baumann είναι η απόπειρα πολιτικής αξιοποίησης
των ηθικοφιλοσοφικών στοχασμών του. Δυστυχώς πολύ μικρό μέρος της ανάλυσης
είναι αφιερωμένο σε αυτό ακριβώς το ζήτημα, κι αυτό δεν είναι ίσως τυχαίο
αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες που συνεπάγεται το εγχείρημα. Το βασικό
επιχείρημα του Baumann είναι εδώ ότι το πρότυπο «το κράτος εναντίον του
ατόμου», ή αντιστρόφως, είναι πλέον ξεπερασμένο και ότι ζητούμενο είναι
η επιδίωξη μιας κοινωνικής συνύπαρξης όπου οι προσωπικές διαφορές και
η απουσία αντικειμενικού καθολικού κριτηρίου θα θεραπέυεται από την ίδια
την ανάπτυξη των απολύτως προσωπικών ταυτοτήτων και την υπεύθυνη συλλογική
συμμετοχή στο δημόσιο βίο σύμφωνα με το πρότυπο της αρχαίας πόλεως,
«εκεί όπου συναντούμε ο ένας τον άλλον ως ίσοι, ενώ αναγνωρίζουμε τις
διαφορές μας και μεριμνούμε για τη διατήρηση της διαφοράς ως σκοπού της
συνάντησής μας». Ή, όπως θα έγραφε ο Levinas, «η ισότητα παράγεται εκεί
όπου το Άλλο διατάσσει το Ίδιο και αποκαλύπτεται μέσα στην ευθύνη». Η
αρμονία όμως της ισότητας μέσα στη διαφορά ως κατευθυντηριος άξονας της
πολιτικής όχι μόνο χάνει το νόημά της όταν απουσιάζουν παντελώς οι όροι
της επίτευξής της , όχι μόνο αφήνει ανεξήγητη την ίδια τη διαφορά ως γεγονός,
παρουσιάζοντας την ιστορική ως οντολογική συνθήκη, άλλα και με τη γοητεία
του ιδεώδους κάνει την ίδια την υπάρχουσα ανισότητα και ολέθρια ομοιομορφία
να φαντάζει σαν κακό όνειρο από το οποίο θα μας εγείρει το ξυπνητήρι του
ηθικού σθένους.
Ο «αντιεξουσιασμός» του Baumann τείνει έτσι να σημαίνει τη σύλληψη της
πραγματικής παρούσας εξουσίας ως ανύπαρκτης. Και για αυτόν ακριβώς το
λόγο, όχι απλά δεν αποφεύγει το απλό ηθικό ιδεώδες, αλλά μεταφέρει και
έννοιες που θα έιχαν νόημα μόνο στα πλάισια του ιδεώδους αυτού στο πολιτικό
μας παρόν.'Εστω κι αν με αισθήματα αμεσοδημοκρατικά ασπάζεται κανείς το
όραμα μιας τέτοιας αρμονικής πόλεως (που περιέργως έχει εξαφανιστεί εδώ
και μερικές χιλιάδες χρόνια, ενώ ως γνωστόν όταν και στο μέτρο που υπήρξε
ανεχόταν τον υποβιβασμό της πλειοψηφίας στη δουλεία), είναι αδιανόητο
να προτείνει ότι στο παρόν πλαίσιο μπορεί κανείς να σκέφτεται και να πράττει
σαν πολίτης. Τίνος κράτους και σε ποια φάση της ιστορίας του; Αντί τετοιων
στοιχειωδών ερωτημάτων η λογική του Βaumann, η ίδια αυτή αξιέπαινη λογική
της καταδίκης της νομιμοφροσύνης, τον οδηγεί σε χαρακτηριστικά ακίνδυνες
για τη νομική τάξη φορολογικές μέριμνες («είναι απολύτως φυσικό ο φορολογούμενος
να θέλει να πληρώσει λιγότερους φόρους. [...] Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι
να παίρνει τον κατήφορο η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται συλλογικά»,
καθώς και σε παράξενες απαιτήσεις συνέπειας από τους κυβερνώντες («τετοιες
κυβερνήσεις ενεργούν κατά τρόπο ώστε τίποτα να μην μπορεί να θεωρηθεί
διαρκές, αξιόπιστο και προβλέψιμο». Ενώπιον των απαιτήσεων ευθύνης άτομα
και κράτη εμφανίζονται εξίσου ως ηθικές ταυτότητες.
Τα παραπάνω κριτικά σχόλια στη θέση του Baumann δεν αποσκοπούν βεβαίως
στο να ακυρώσουν ούτε τη σημασία της θεωρητικής του προσπάθειας, ούτε
το ενδιαφέρον του βιβλίου του. Ισχυρή είναι τόσο η κριτική του σε πάμπολλες
όψεις της σύγρονης ζωής, όσο και η προσοχή που επιδεικνύει όταν αποφεύγει
το γνωστό αντίδοτο της «γνήσιας κοινότητας» ενάντια στη διαφθορά του σύγχρονου
κόσμου (σε πείσμα της γραφικής φιγούρας του γαλατά που κάνει την εμφάνισή
της στο κείμενο της εισαγωγής στην ελληνική έκδοση). Ούτε βεβαίως μπορεί
να αγνοηθεί η γενικότερη συνεισφορά του συγγραφέα στον προβληματισμό γύρω
από τις νεότερες μορφές βαρβαρότητας και ειδικά αυτήν του Ολοκαυτώματος.
Οι αδυναμίες ωστόσο των ηθικών του προτάσεων και της πολιτικής τους προέκτασης
μπορούν να φανούν χρήσιμες σε μια αντίστροφη κατεύθυνση. Αξίζει, δηλαδή,
να προβληματιστεί κανείς μήπως η ίδια η λογική της πόλεως και η υπερβάλλουσα
έμφαση στην αρμονία ανάγονται τελικά σε ηθικές αντιλήψεις του τύπου των
μονοθεϊστικών διακηρύξεων του Levinas και της ευθυνολογίας του Baumann,
o οποίος, όση περισσότερη ανοχή επιδεικνύει έναντι του μεταμοντέρνου πλουραλισμού
και της ατομικότητας, τόσο περισσότερο πλησιάζει στο περιεχόμενο και τη
ρητορεία τον κήρυκα της παράδοσης που αυταρχικά ορίζει: «η ζωή δεν πρέπει
να είναι έτσι». «Θα μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο όχι ως εμπόδιο,
αλλά ως προϋπόθεση της ευημερίας μας», «ακόμη κι αν το πνέυμα είναι πρόθυμο,
η σάρκα μπορεί να είναι ασθενής», «τώρα τρέμουμε μέσα στην έρημο του μηδενισμού»
- δεν χρειάζεται να είναι κανείς νιτσεϊκός για να τον πνίγει η απέχθεια
στο άκουσμα τέτοιων ανιαρών κηρυγμάτων. Ούτε ρομαντικός για να επαναφέρει
το ερώτημα: «ουτοπία της ευθύνης» ή της «αθωότητας», πολιτική της «αγάπης»
ή του «μίσους»; Αλλά η διαλεύκανση και σοβαρή συζήτηση τέτοιων προβλημάτων
περνά υποχρεωτικά από τη μέλετη και προσπαθειών όπως του Baumann, και
η ανάγκη της κριτικής αντιπαράθεσης είναι ήδη πολύ ικανός λόγος για την
ανάγνωση του βιβλίου.
Γιώργος Σαγκριώτης