Περιεχόμενα
του Τεύχους 09

Για τους δημόσιους χώρους

Για τους δημόσιους χώρους
Κείμενο

Ακούγοντας σήμερα όλη αυτή τη φιλολογία των αποκεντρωτικών τάσεων του κράτους, θα θυμηθούμε έννοιες όπως ο δήμος, η κοινότητα, η τοπική αυτοδιοίκηση, κλπ. Χαρακτηριστικά μπορούμε να θυμηθούμε τις εκάστοτε διακηρύξεις περί δημοκρατίας και σημασίας των δήμων, οι οποίες καλπάζουν προεκλογικά στα ΜΜΕ θεωρώντας αυτονόητο να βρίσκεται ο κοινοτικός έλεγχος στα χέρια μιας κάστας επαγγελματιών της πολιτικής που όλη τους τη ζωή εντρυφούν στα προβλήματα των κατοίκων ως οι πιο "ικανοί" να τα λύσουν. Μιλώντας για δημοκρατία, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως εννοούν την πολιτική οργάνωση της αριστοκρατίας (επιλογή των ειδικών - αρίστων στα δημόσια θέματα), ενώ θεωρούν ως αποκέντρωση την συμπλήρωση των κρατικών εργαλείων σε τοπικό επίπεδο. Στην ουσία, ούτε λόγος για λαϊκή συμμετοχή, κανένα περιθώριο για λαϊκές συνελεύσεις, καμία δυνατότητα ελεύθερης συνεύρεσης. Αντίθετα, βλέπουμε τους δήμους ως γιγαντωμένο αστικό περιβάλλον (βλέπε Δήμος Αθηναίων) όπου οι αλχημιστές των εκλογών όχι μόνο αποφασίζουν αλλά και καθορίζουν τα θέματα που απασχολούν τον δήμο. Εναρμονίζοντας τις αποφάσεις τους με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έχουν το χιούμορ να ονομάζουν δημοτικά συμβούλια τις συνελεύσεις τους. Οι αποφάσεις αυτές πότε αντανακλούν τις ανισότητες που γεννά η ανεξέλεγκτη αγορά, πότε επικυρώνουν τις κρατικές επιταγές, οι οποίες δομούν και συστηματοποιούν τις εμπορευματικές σχέσεις. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε πιο πράσινη την Κηφισιά από το Μπραχάμι ή σκουπιδιάρηδες χωρίς μερσεντές και δημάρχους χωρίς καρότσι ή εργατίστικα σχολεία στις εργατοσυνοικίες, κλπ. Επίσης, ως αποφάσεις των δημοτικών συμβουλίων, θα δούμε τους αυτοκινητόδρομους να σφηνώνουν σε κάθε οικονομικά ανεκμετάλλευτο χώρο, θα δούμε το λιγοστό πράσινο να ξεριζώνεται και να μεταφυτεύεται μετακινούμενο σαν πιόνι σε σκακιέρα, καθώς ακόμη άπειρες διευκολύνσεις για την άνθιση του εμπορίου. Οι δημοτικές αρχές μας δίνουν το "δικαίωμα" να πληρώνουμε για όλους τους σχεδιασμούς τους είτε το θέλουμε είτε όχι. Πληρώνουμε για τις άδειες πλατείες που μπορούμε εύκολα να συναντηθούμε με τον τοπικό αστυνομικό για την καθημερινή μας εξακρίβωση με φόντο την προτομή κάποιου εθνικού ευεργέτη. Πληρώνουμε τους φοίνικες των "εξωτικών δημάρχων" (γιατί οι ελιές λερώνουν τα πεζοδρόμια), τα φωτάκια του κάθε Αβραμόπουλου και πάει κλαίγοντας. Πληρώνουμε επίσης τα σχολεία όπου οι νέοι άνθρωποι μπορούν να μάθουν από πειθαρχία μέχρι καμπύλες προσφοράς και ζήτησης. Και όλα αυτά γιατί εμείς δεν προλαβαίνουμε να συμμετάσχουμε στην κοινωνική οργάνωση της ζωής μας.

Η παγκοσμιοποιημένη αγορά μας θέλει μόνο παραγωγούς και καταναλωτές. Και οι παραγωγοί είναι πάντα οι μεταφραστές των δεικτών της "οικονομικής απόδοσης"!

Ο χώρος, ο χρόνος, οι αξίες, η ίδια η ζωή ερμηνεύονται με γνώμονα το χρήμα. Ο χρόνος είναι χρήμα και κατακερματίζεται διαρκώς. Ο κατακερματισμένος χρόνος στο πλαίσιο μιας (με οικονομικούς όρους) επιβίωσης αναγάγει την πολιτική ενασχόληση και ευθύνη σε βίτσιο ή σε προνόμιο. Το τζάμπα πέθανε κι εμείς πρέπει να τρέχουμε πίσω από τις τετελεσμένες αποφάσεις των κυβερνώντων, τόσο σε τοπικό όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο. Κεντρικές αποφάσεις με βασική αρχή την ποσοτικοποιημένη οικονομία, καλυμμένες με τον μανδύα της τοπικής ανάπτυξης τσαλαπατούν την σφαίρα του Δημόσιου στο πλαίσιο της πιο αυστηρής ετερονομίας. Μια ετερονομία που ακόμα και αν βολεύει τους επικυρωτές της, ωστόσο έχει τις ρίζες της σε μια σχιζοφρενική ευλάβεια του εμπορεύματος.

Η έννοια του Δημόσιου θυμίζει σήμερα κρατικές επιχειρήσεις με σαφείς ιεραρχικές διακρίσεις και πολλές φορές, χυδαία κριτήρια πρόσβασης. Είναι σαν μια εμπορευματική συναλλαγή ανάμεσα στο κράτος και το άτομο. Αυτή η μονοδιάστατη εννοιολογική προσέγγιση του Δημόσιου που μόνο ασάφεια δημιουργεί, εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο τις αποφάσεις των παγκόσμιων χωροφυλάκων που βαφτίζουν για π.χ. την Κοινότητα Ευρωπαϊκή. Η πολιτική μας οντότητα αριθμοποιείται σε ψήφους, ποσοστά, στατιστικές, μετρήσεις που δείχνουν το χρέος μας απέναντι στην κοινωνία, μετατρέποντας την κοινωνική ευθύνη σε ψηφοδέλτιο. Οι γνώμες, οι ελπίδες και τα οράματά μας για την ανθρώπινη κατάσταση περιορίζονται στο δικαίωμα ψήφου ανά τέσσερα χρόνια. Αυτού του τύπου η κυριαρχία των οικονομολόγων μας επιτρέπει την παρέμβαση μόνο μέσω ένδικων προσφυγών ή καταγγελιών, με το φόβο πάντα να γυρίσουν εναντίον μας. Σ΄αυτές τις περιπτώσεις τα νομικά τερτίπια προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις του οικονομικού κέρδους, εγγυώνται την σταθερότητα και το αδιαμφισβήτητο κύρος των επιστημονικών αποφάσεων, είτε κρίνοντας για π.χ. εκπρόθεσμες τις προσφυγές (βλέπε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το Κωπηλατοδρόμιο στο Σχοινιά Μαραθώνα),είτε με πλειοψηφικές μπούρδες όπως στην περίπτωση του κτήματος Βεικου στο Γαλάτσι (το Ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο έλαβε πλειοψηφία 14-13 υπέρ του έργου). Βλέπουμε τους υποτιθέμενους δήμους, αντί αν αποτελούν τροχοπέδη στον κρατικό συγκεντρωτισμό, να υπακούουν σε μια ακόμη πιο συγκεντρωτική οικονομία, αυτή της παγκόσμιας αγοράς, σιγοντάροντας το κρατικό μοντέλο του γραφειοκρατικού δεσποτισμού. Διαλυμένες γειτονιές, καταργημένοι δημόσιοι χώροι, πολλαπλάσιοι αυτοκινητόδρομοι καταπατούν και αναιρούν τα όρια των δήμων, τα οποία δεν καθορίζονται ούτε από μια στοιχειώδη δημοκρατική θέσμιση.

Ποια όμως μπορούν να είναι τα όρια του Δήμου, έτσι ώστε να μην αποκλείεται η γονιμοποίηση της δημοκρατίας στα πλαίσια της υπάρχουσας πολεοδομίας; αν θυμηθούμε τους εμπνευστές των ουτοπιών θα δούμε πως ξεκινούν από την πολεοδομία αναγνωρίζοντας πως τα όρια της πόλης αντανακλούν αλλά και καθορίζονται από το επίπεδο των ανθρωπίνων σχάσεων και της επικοινωνίας που αρμόζει στις τελευταίες. Οι κοινοί χώροι προϋποθέτουν συνεύρεση, οι αραιές κατοικίες σεβασμό στο άτομο, κλπ. Σήμερα συναντάμε ακόμα και πάνω από εκατό διαμερίσματα στοιβαγμένα σε ένα οικοδομικό τετράγωνο. Βλέπουμε λεωφόρους να χωρίζουν τις γειτονιές σαν τάφροι. Ζούμε μέσα σε εγκληματικές μητροπόλεις όπου σπάνια οι άνθρωποι γνωρίζουν τον γείτονά τους είτε από αδιαφορία, είτε από φόβο, είτε από καχυποψία, είτε λόγω διαρκούς μετακόμισης (βλέπε μετανάστες). Οι αστικοί χώροι είναι ένα ανακάτεμα από ιδιοκτησίες και κρατικές ή δημοτικές περιουσίες στις οποίες έχουν δικαίωμα μόνο κάποιοι προνομιούχοι γραφειοκράτες. Απαγορεύεται να πατάμε το πράσινο, γι΄ αυτό το περιφράζουν. Απαγορεύεται το παιχνίδι, η μπάλα, τα σκυλιά, οι προβολές, κλπ. Στους "δημόσιους" χώρους. Οι επαρχιακές πόλεις, εμπλεκόμενες στις ίδιες σχέσεις της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στην ερήμωση και στην αντιγραφή αυτής της "πρωτοποριακής" διάλυσης του κοινωνικού ιστού που ακτινοβολούν οι μητροπόλεις. Ακόμη και γι΄ αυτούς σε λίγο καιρό Δε θα υπάρχει χώρος να βρεθούν, Δε θα υπάρχει τρόπος να συναντηθούν, Δε θα υπάρχει περιθώριο να συναποφασίζουν ως δημότες για το πώς θα Πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Τα περιθώρια μιας δημοκρατικής οργάνωσης στενεύουν προοδευτικά και ασφυκτικά. Στις συνοικίες δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι όπου να μπορούν να βρεθούν οι άνθρωποι και να συναποφασίσουν για την ίδια τους τη γειτονιά. Οι συνοικιακές συνελεύσεις αναχαιτίζονται χωροταξικά απ΄ τις οικονομίστικες αντιλήψεις της κερδοφόρας εκμετάλλευσης του χώρου. Εξαφανίζονται οι χώροι που η χρήση τους ούτε αντίτιμο, αλλά ούτε κύρος απαιτεί έτσι ώστε να συζητούν όλοι ισότιμα. Κατ΄ εξαίρεση συναντάμε σήμερα συνοικιακές συνελεύσεις μέσα σε εξεγερτικές συνθήκες όπως συμβαίνει στην Αργεντινή. Εκεί όμως που κυριαρχεί η ιερότητα της οικονομίας, εκεί που δεν προτάσσεται η επανοικειοποίηση των δημόσιων χώρων θα βρίσκουμε σπάνια δήμους και περισσότερο παραφυάδες των συγκεντρωτικών τάσεων της οικονομίας. Θεωρώντας την δημοκρατία ως μία παιδευτική διαδικασία που δεν δημιουργεί αυτονόητες έννοιες μέσα σε μία μέρα, δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σημασία του δημόσιου χώρου. Μια σημασία που θ΄ αποτελούσε και αποτελεί συστατικό στοιχείο έμπνευσης της δημοκρατίας. Η κοινοκτησία αντιστρατεύεται στο εμπόρευμα και προϋποθέτει ισότητα, αλληλοβοήθεια και κοινωνικότητα. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη ορθοποδεί απαλλοτριώνοντας τους ελεύθερους χώρους μετατρέποντας τους σε δομικά υλικά του εμπορευματικού οικοδομήματος. Το εμπόρευμα καταλαμβάνει χώρους που δεν πρέπει να ξεφύγουν από τις απαιτήσεις των εμπορικών συναλλαγών. Οι ελεύθεροι χώροι αποτελούν εστίες μόλυνσης της αμιγούς εμπορευματικής ζωής. Η οικονομία καταλαμβάνει χώρους μέχρι και στο φεγγάρι. Οι δημόσιοι χώροι αποτελούσαν και θα αποτελούν (αν εξακολουθήσουν να υπάρχουν) τα επίπεδα ζύμωσης των κινηματικών αντιλήψεων. Η δημοκρατική θέσμιση μπορεί να ανακάμψει ακόμη και μέσα στις μητροπόλεις, αρκεί να καταλαμβάνονται χώροι για επικοινωνία και συνεύρεση με ίσους όρους. Η οικειοποίηση των χώρων δεν είναι ούτε κάτι καινούργιο αλλά και ούτε ξεπερασμένη υπόθεση. Αντίθετα εξακολουθεί να είναι το ουσιαστικότερο, ίσως, πρόταγμα για τη δημιουργία φυγόκεντρων προς το οικονομικό συγκεντρωτισμό.

Όσο αγνοείται η κατάκτηση των κοινόχρηστων χώρων τόσο η δημοκρατική θέσμιση θα σκοντάφτει σε χίλιες δυο ασάφειες της οικονομίστικης γλώσσας, άλλο τόσο θα αναλώνεται σε αναλύσεις που δεν αγγίζουν ποτέ το παρόν. Για να μιλήσουμε σήμερα για δήμους, θα πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να τους φανταστούμε. Αλλά για να τους φανταστούμε όχι μόνο ατομικά αλλά και κοινωνικά και άρα θεσμικά θα πρέπει να συνευρεθούμε σε χώρους που δεν κυριαρχεί το εμπόρευμα, σε χώρους που η χρήση εκφράζει τη βούλησή μας για επι-κοινωνία.

Ας ενισχύσουμε την δημιουργία και επέκταση των δημόσιων χώρων, αν θέλουμε να σταματήσουμε τα ανέκδοτα τύπου "Δήμος Αθηναίων", «δημοτικό συμβούλιο", κλπ που λόγω της σύγχρονης κρίσης της ετοιμολογίας, δεν αποδίδουν ούτε καν τα γέλιο που τους αρμόζει. Αντίθετα, μπορούν να αποβούν μακάβρια για τις ζωές μας.

Γιώργος Τζανέτος