
του Τεύχους 17
Νέες κυβερνήσεις, νέα κινήματα
Το παρακάτω κείµενο δηµοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ελευθεριακό περιοδικό Alter της Ουρουγουάης και αναδηµοσιεύτηκε στo περιοδικό Rivista Anarchica της Ιταλίας. Στην παρούσα έκδοση, η µετάφραση έγινε από τα ιταλικά.
Ο αυξανόµενος αριθµός λατινοαµερικάνικων χωρών µε αριστερές κυβερνήσεις έχει επιφέρει βαθιές αναταράξεις στην πραγµατικότητα και τις στρατηγικές των κινηµάτων βάσης που κάνουν τον απολογισµό τους δηµιουργώντας νέες αυταπάτες και εξαπατήσεις.
Η λατινοαµερικάνικη αριστερά επιστρέφει για να διαδραµατίσει έναν αδιαµφισβήτητα πολιτικό ρόλο, που εκφράζεται σε εκλογικό επίπεδο. Τη δεκαετία του '80, εξήντα εκατοµµύρια Λατινοαµερικανοί διοικούνταν από αριστερές κυβερνήσεις: σήµερα είναι πάνω από 260 εκατοµµύρια. Το γεγονός γίνεται ακόµη πιο αξιοσηµείωτο, αφού καταδεικνύει ότι οι επαναστατικές πράξεις της "ένοπλης αριστεράς" ηττήθηκαν. Κι αυτό, παρόλο που προηγήθηκαν χρόνια καταστολής, και, σε µερικές περιπτώσεις, δεκαετίες άγριων δικτατοριών.
Σήµερα, αυτή η επαναστατική αριστερά είναι µέρος νέων αριστερών κυβερνήσεων ή συµµετέχει στη δύναµη της πλειοψηφίας. Στο παρελθόν, είχε αγκαλιάσει την ιδεολογία της γκεβαρικής φλόγας, ήταν ιεραρχική και συνωµοτική, περισσότερο αντιιµπεριαλιστική παρά αντικαπιταλιστική, και ο πρωταρχικός της στόχος ήταν η εθνική απελευθέρωση. Για το στόχο αυτό εφάρµοζε σταλινικές πρακτικές στο εσωτερικό των οργανώσεων του κινήµατος, οι οποίες καλύπτονταν µε το διαχωρισµό, πράγµα που εκφραζόταν µε την απέλαση των αντιφρονούντων ή ακόµη και µε τη δολοφονία, όπως στην περίπτωση του Roque Dalton, ποιητή από το Ελ Σαλβαδόρ.
Αυτή η αριστερά, που δεν είχε καταφέρει να επιτύχει το στρατηγικό της στόχο, κατακτώντας την πολιτική εξουσία µε τα όπλα, δεκαετίες αργότερα το κάνει πράξη, µετά από χρόνια φυλακίσεων, θανάτων και εξαφανίσεων, χάρη στις εκλογικές διαδικασίες και στις πολιτικές συµµαχίες, οι οποίες είναι συγκεχυµένες και, σε ορισµένες περιπτώσεις, αµφιλεγόµενες και αδικαιολόγητες από ηθική σκοπιά, µε βάση ένα γενικό πλαίσιο που προβάλλει το πρακτικό επιχείρηµα της "ισχύος εν τη ενώσει".
Αυτή η αριστερά, που χειρίζεται την πολιτική εξουσία και δρα ακολουθώντας τις οικονοµικές επιταγές του παγκόσµιου καπιταλισµού, δεν είναι σε θέση να κάνει αυτοκριτική όσον αφορά τον µιλιταρισµό του παρελθόντος, τη χρήση και την οργάνωση των κινηµάτων βάσης, σε συνδυασµό µε τα δεδοµένα ενδιαφέροντα του κόµµατος, έχοντας διαχωρίσει το πολιτικό από το κοινωνικό, µε την παράλληλη αποδυνάµωση των κινηµάτων και την απόσπαση των καλύτερων στρατιωτικών, που επάνδρωσαν το στρατιωτικό µηχανισµό. Στην πραγµατικότητα, κατασκευάστηκε ένας στρατιωτικός µηχανισµός, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται, για να αντιπαρατεθεί σ’ έναν άλλο µηχανισµό, δηλαδή το στρατό και τις κατασταλτικές δυνάµεις του κράτους. Πρόκειται για ένα θεσµό που είναι ενάντια σ’ έναν άλλο, µε βάση την ίδια δοµή και την ίδια ιεραρχία. Αυτή η θέση επέτρεψε στους ιδεολόγους, που προσπαθούν σήµερα να δικαιολογήσουν την τροµοκρατία του κράτους, να επεξεργαστούν τη "θεωρία των δύο κακών"[1]. Όµως, ήταν ακριβώς το ίδιο, τόσο, που σε µερικές χώρες, οι αντάρτικες δυνάµεις κατέληγαν να αποτελούν µέρος του εθνικού στρατού.
Όλα αλλάζουν
Η καινοτοµία των δύο τελευταίων δεκαετιών, µετά από την εκατόµβη που προκάλεσαν οι στρατιωτικές κυβερνήσεις, οι οποίες εφάρµοσαν το "δόγµα εθνικής ασφάλειας" προσπαθώντας να εγκαθιδρύσουν µια νέα οικονοµική τάξη, έγκειται στις αναταράξεις που δηµιουργήθηκαν από την εµφάνιση των απροσδόκητων, πολύµορφων και απρόβλεπτων κοινωνικών κινηµάτων στη Λατινική Αµερική. Μερικά από αυτά αντιτάχθηκαν στις νεοφιλελεύθερες ρυθµίσεις και στους περιορισµούς των πολιτικών ελευθεριών. Επίσης, τα συγκεκριµένα αντιστασιακά κινήµατα εµπόδισαν την εφαρµογή των σχεδίων καπιταλιστικής ανοικοδόµησης και απονοµιµοποίησαν αυτό που ονοµαζόταν "ενιαία σκέψη". Άνοιξαν ρήγµατα µέσα από τα οποία αναδείχθηκαν νέοι τρόποι σκέψης για την αλλαγή του κόσµου.
Τα κινήµατα κατάφεραν να ανακόψουν τις ιδιωτικοποιήσεις, προκάλεσαν την πτώση πολυάριθµων προέδρων και, στην περίπτωση της Βολιβίας, οργάνωσαν επαναστατικές παρεµβάσεις που θα µπορούσαν ακόµη και να οδηγήσουν σε οργανωτικές µορφές αυτοδιακυβέρνησης, βασισµένες στην κοινότητα και την αυτοδιαχείριση.
Τα τελευταία χρόνια, αυτά τα κινήµατα, που είχαν κατακτήσει έναν πρωτεύοντα κοινωνικό ρόλο, ανάλογο µε εκείνο των κοινωνικών οργανώσεων που επιβίωσαν των στρατιωτικών δικτατοριών, αντιµετώπισαν δυσκολίες, απώλεσαν χώρους παρέµβασης, χειραγωγήθηκαν, και, σε κάποιες περιπτώσεις, υποτάχθηκαν ή προσχώρησαν στις νέες κυβερνήσεις. Ωστόσο, δεν πήγαν όλα χαµένα: όσα συνέβησαν, είχαν µια βαθιά επιρροή, υπήρξαν αλλαγές που άνοιξαν νέους δρόµους, δηµιουργήθηκαν νέοι τρόποι δράσης, νέες ευαισθησίες κ.λπ. Δεν υπάρχουν "αγαθές" κυβερνήσεις, που στηρίζουν και ευνοούν τα κοινωνικά κινήµατα που µάχονται για την ελευθερία του ατόµου, αποτελούν αυτόνοµες δοµές που ενδιαφέρονται για την ίδια την ουσία της ζωής, µάχονται για την κοινωνική χειραφέτηση. Φυσικά, αυτό δε σηµαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές της µιας κυβέρνησης µε την άλλη, µια δικτατορία ή µια κυβέρνηση της δεξιάς δεν είναι το ίδιο πράγµα µε µια προοδευτική κυβέρνηση ή µια κυβέρνηση της "αριστεράς". Όµως, σε καθοριστικό βαθµό, οι κυβερνήσεις και τα κράτη δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν την ύπαρξη µιας πραγµατικότητας στην οποία δε θα ελέγχουν και δε θα χειρίζονται µια πραγµατικότητα που προέρχεται εκτός των τειχών, απ΄ την άλλη πλευρά.
Είναι εύλογο να θυµόµαστε ότι η κατάσταση στη Λατινική Αµερική εντάσσεται στην ίδια αστάθεια στην οποία βρίσκεται ο παγκόσµιος καπιταλισµός. Εισβολές, στρατεύµατα κατοχής, στρατιωτικοποίηση εδαφών πλούσια σε στρατηγικές πρώτες ύλες, µεταξύ των οποίων το πετρέλαιο, το νερό, τα τρόφιµα (Παραγουάη, το τριεθνές µεταξύ Αργεντινής, Παραγουάης και Βραζιλίας, το "Σχέδιο Κολοµβία" [2] ), πιέσεις διαφόρων ειδών, καθώς και η πιθανότητα αλλαγής των συνόρων, όπως συνέβη στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι καθηµερινά ζητήµατα και βασίζονται στην τεχνική της διατήρησης του ελέγχου της παγκόσµιας διατροφικής αλυσίδας των Η.Π.Α και στις "εθνικές" δυνάµεις καταστολής.
Κατακτώντας το Κράτος, κατακτώντας
την εξουσία
Οι θεωρητικοί του µαρξισµού της "κυβερνητικής αριστεράς" διαιρούν αυτές τις νέες κυβερνήσεις, που αναρριχήθηκαν στην εξουσία µεταξύ του 1999 και του 2006, σε δύο οµάδες, µία της "αριστεράς" και µία του "κέντρου". Στην πρώτη εντάσσονται αυτές της Βενεζουέλας, της Βολιβίας, του Εκουαδόρ και της Νικαράγουας. Επρόκειτο για αντιιµπεριαλιστικές κυβερνήσεις, αν και µόνο στα λόγια είναι κατά του νεοφιλελευθερισµού. Στη δεύτερη οµάδα βρίσκονται οι κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Χιλής και της Ουρουγουάης, οι οποίες τηρούν µια πιο ήπια στάση απέναντι στο νεοφιλελευθερισµό, είναι ακραία µετριοπαθείς και έχουν στόχο απλά να αµβλύνουν τη φτώχια που παράγεται από τις επιθέσεις του φιλελεύθερου καπιταλισµού.
Οι κυβερνήσεις της "αριστεράς" υποτίθεται ότι θα αντιµάχονταν τις δυνάµεις της αστικής τάξης και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, που αρνούνται σταθερά να αναδιανείµουν, ακόµα και σε ελάχιστο βαθµό, τα πλούτη που έχουν παραχθεί από τις υποτελείς τάξεις. Οι καπιταλιστές δεν αποδέχονται µε κανένα τρόπο τη µείωση κανενός από τα προνόµια που τους αναλογούν εδώ και αιώνες. Και, πολύ περισσότερο, δε σκοπεύουν να το πράξουν σήµερα, σε µια περίοδο που τα περιθώρια κέρδους µειώνονται και είναι αναγκαίο να µεταφερθούν οι εξαγωγικές και βιοµηχανικές δοµές. Τώρα πια, τα θεαµατικά συστήµατα του οικονοµικού καπιταλισµού δεν παράγουν τα κέρδη του παρελθόντος. Οι «κεντρώες» κυβερνήσεις, ωστόσο, σε σχέση µε την αστική τάξη, βρέθηκαν σε µια θέση ευρύτερου "διαλόγου", δεδοµένου ότι, ιστορικά, ο φιλελευθερισµός και ο λαϊκισµός ενθάρρυναν πολιτικές αναδιανοµής του πλούτου, κάτι που ευνόησε κυρίως το σχηµατισµό των µεσαίων τάξεων, οι οποίες κατέληξαν να οικοδοµούν µια συνεπή εσωτερική αγορά και συνέβαλαν στις κοινωνικές συγκρούσεις (καπιταλιστικός ανθρωπισµός), εκτός από τις σύντοµες περιόδους της ριζοσπαστικότητάς τους.
Σύµφωνα µε αυτούς τους θεωρητικούς, οι συγκεκριµένες κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να βγουν από το νεοφιλελευθερισµό ανοικοδοµώντας το κράτος. "Τα κράτη τιµωρούνται βαθιά από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές" και καταλήγουν στο ότι: "Δεν υπάρχει δηµοκρατία που να λειτουργεί παρουσία ενός κράτους σε αποσύνθεση".
Με βάση µια παρόµοια ιδέα, οι νέες κυβερνήσεις αναλαµβάνουν να ενδυναµώσουν τα αποδυναµωµένα κράτη, θέτοντας εκ νέου και µε αποφασιστικότητα την ιδέα του αυτεξούσιου κράτους. Ο Atilio Boron επαναπροτείνει ακόµη και το σοβιετικό µοντέλο κράτους, το οποίο σχεδιάζει σε κεντρικό επίπεδο την οικονοµία και την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Όπως φαίνεται, το πιο σηµαντικό πράγµα δεν είναι η ανοικοδόµηση της κοινότητας, υπερβαίνοντας τον κοινωνικό κατακερµατισµό που είναι αποτέλεσµα του σηµερινού καπιταλισµού, αλλά η σωτηρία των κρατών, τα οποία αναπόφευκτα, θα συνέχιζαν να τεµαχίζουν και να επιτίθενται στους κοινωνικούς δεσµούς και στις ξένες πρακτικές των ίδιων των κρατών που βρίσκονται έξω από τον έλεγχό τους.
Βέβαια, είναι αναµφίβολο ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, οι νέοι τρόποι διακυβέρνησης αποζητούν την ενδυνάµωση του κράτους και ένα πιο δραστικό ρόλο σε σχέση µε την αγορά και τους διεθνείς οργανισµούς.
Ο John Holloway [3] , ο οποίος διαφωνεί µε την "κρατιστική" άποψη, δηλώνει: "Το να υποστηρίζεις ότι το κράτος είναι µια διαδικασία συµπίπτει µε το να λες ότι διοχετεύει κάθε κοινωνική δραστηριότητα µε τρόπο ώστε να αποκτά µια µορφή που συµβιβάζεται και ενσωµατώνεται στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το να έρχεσαι σε επαφή µε το κράτος σηµαίνει να προχωράς σε δρόµους που σε κατευθύνουν προς τη συµφιλίωση µε το κεφάλαιο".
Αλλά η νεοφιλελεύθερη λατινοαµερικάνικη δεξιά δεν σε αφήνει να την εκφοβίσεις εύκολα: γι’ αυτό οργανώθηκε στην πόλη Ροζάριο της Αργεντινής, µια συνάντηση για τη µελέτη του τρόπου επιστροφής στην κυβέρνηση και της επανόδου της ηπείρου στο δρόµο της αποφασισµένης για λεηλασία πολιτικής, υπό την προοπτική του παγκόσµιου καπιταλισµού.
Οι νέοι τρόποι διακυβέρνησης
Η αριστερά της Λατινικής Αµερικής αναρριχάται στην εξουσία σε µια περίοδο κατά την οποία η πολιτική εκπροσώπηση εισέρχεται σε κρίση, ως συνέπεια της βαθιάς απονοµιµοποίησης που επιβεβαιώθηκε από την αποτυχία των δικτατοριών, κάτι που οφειλόταν στη διαφθορά, στην καταστροφή του κοινωνικού ιστού και στην καταπάτηση όλων των φιλελεύθερων και αστικών ελευθεριών. Συνεπώς, έχει να αντιµετωπίσει, λόγω της ύπαρξης µιας συνείδησης που πηγάζει από τη σύγκρουση µε τις δικτατορικές κυβερνήσεις, µια νέα κοινωνική ηγεσία, η οποία δεν αποδέχεται να έχει αντιπροσώπους. Όµως, η αριστερά της Λατινικής Αµερικής σφάλλει επίσης και σ’ ένα κύµα αλλαγών όσον αφορά τον τρόπο διοίκησης των προοδευτικών της περιοχής, ο οποίος δηµιουργεί προσδοκίες και ελπίδες σε ευρείς τοµείς των υποτελών τάξεων. Ελπίδες που δε θα αργήσουν να σε προδώσουν, την ίδια στιγµή µάλιστα που θα τις αισθανθείς.
Η νεοφιλελεύθερη κρίση και η κρίση των κυβερνητικών κοµµάτων της δεξιάς είναι το αποτέλεσµα της αποποινικοποίησής τους, καθώς και το αποτέλεσµα δεκαετιών κοινωνικών αγώνων.
Στην περίπτωση των πληθυσµών των ιθαγενών, είναι το αποτέλεσµα πάνω από πεντακοσίων χρόνων κυριαρχίας και πολιτισµικής αντίστασης. Από αυτούς τους αγώνες, πηγάζουν δυνάµεις της αριστεράς και της προόδου, οι οποίες, υψώνοντας τη σηµαία αυτών των κινηµάτων, τα εντάσσουν σε κρατικές και εκλογικές πολιτικές, προκειµένου να ανέλθουν στην κυβέρνηση.
Έτσι, οι νέοι τρόποι διακυβέρνησης φαντάζουν σαν πιο σταθερές κυβερνήσεις. Είναι η επιβεβαίωση της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, που εµπλουτίζεται από µια συµβουλευτική και συµµατοχική παράµετρο σταθερά. Δίνουν µεγαλύτερη προσοχή στα κινήµατα, στα οποία κάνουν κάποιες παραχωρήσεις, στην αναζήτηση νέων κοινωνικών συµβολαίων, για να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη. Όµως, αυτές οι πολιτικές αναπαράγουν τη δοµή-κράτος που πολλά κινήµατα είχαν καταδικάσει, ή τουλάχιστον είχαν θέσει υπό συζήτηση.
Σύµφωνα µε τους εκπροσώπους των ίδιων των κινηµάτων της κυβερνητικής αριστεράς, η νέα κατάσταση είναι συνέπεια µιας σύµπραξης δυνάµεων, µε βάση τη στρατηγική της εξουσίας, η οποία, στην περίπτωση της Ουρουγουάης, αρχίζει στο τέλος της δεκαετίας του ‘50, για να οδηγήσει τελικά στην κατάκτηση της εξουσίας το 2005. Αυτές οι κυβερνήσεις της "αριστεράς" βρίσκουν χώρες διαβρωµένες σε διάφορους τοµείς: τον πολιτιστικό, τον εθνικό, τον οικονοµικό, τον τοµέα των ανθρωπίνων δικαιωµάτων...
Σε επίπεδο τοπικής και διεθνούς ακεραιότητας, οι νέες κυβερνήσεις σε ορισµένες περιπτώσεις θέτουν σε εφαρµογή διαφορετικές πολιτικές: κατάφεραν, για παράδειγµα, να εµποδίσουν από κοινού το σχέδιο των Η.Π.Α για τη δηµιουργία της ALCA (Área de Libre Comercio de las Américas, Ζώνη Ελεύθερου Εµπορίου της Αµερικής) και δηµιούργησαν δυσκολίες στην εφαρµογή του σχεδίου Κολοµβία. Εναλλακτικά, ο Τσάβες (Βενεζουέλα) προωθεί την ALBA (Alternativa Bolivariana para América Latina y el Caribe, Εναλλακτική Μπολιβαριανή Λύση για τη Λατινική Αµερική και την Καραϊβική), µε τη στήριξη των Έβο Μοράλες (Βολιβία), Ραφαέλ Κορέα (Εκουαδόρ), Ντανιέλ Ορτέγκα (Νικαράγουα) και Φιντέλ Κάστρο (Κούβα), καθώς και των άλλων κυβερνήσεων που παίρνουν µέρος στο Mercosur [4] .
Επιπλέον, δε λείπουν κι εκείνοι που στηρίζουν την αναγκαιότητα των πολυµερών εµπορικών σχέσεων. Αλλά κατά βάθος, αυτές οι διαφορές δεν εκφράζουν αντικρουόµενες απόψεις, αλλά εντάσσονται σ’ ένα γενικό µοντέλο ανάκτησης των εργαλείων ανοικοδόµησης των κρατικών µηχανισµών. Χώρες µεταξύ των οποίων η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα, η Ουρουγουάη, έχουν αποπληρώσει το χρέος στο Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο (ΔΝΤ), ενώ στη Βολιβία και τη Νικαράγουα το ίδιο το Ταµείο προέβλεψε την ακύρωση του χρέους. Είναι εµβληµατικό το γεγονός ότι αυτός ο οργανισµός, που συνδέεται µε τις ιµπεριαλιστικές πολιτικές της περιοχής, δεν έλαβε υπ’ όψη του µε τον ίδιο τρόπο όλες τις ακυρώσεις. Η Βραζιλία και η Ουρουγουάη, για παράδειγµα, διατηρούν καλή σχέση µε το ΔΝΤ.
Παραγωγοί πρώτων υλών στρατηγικής σηµασίας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) επαναδιαπραγµατεύτηκαν τα συµβόλαια µε τις ξένες πολυεθνικές, τα οποία στο παρελθόν ήταν απρόσβλητα, θέτοντας όρια και νέες προϋποθέσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις των δηµόσιων υπηρεσιών σε ορισµένες περιπτώσεις υποχώρησαν.
Αυτές οι χώρες δηµιούργησαν τοπικές τράπεζες ανάπτυξης, όπως η Τράπεζα του Νότου (Banco del Sur), µε βάση νέες συµφωνίες παραγωγής και διανοµής ενέργειας και καθόρισαν µια συνεργασία για την υγεία και τις κατασκευές.
Στην πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, οι κυβερνήσεις της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Χιλής προώθησαν διάφορες διαδικασίες ενάντια σε στρατιωτικούς και πολίτες που κατηγορήθηκαν για δολοφονίες, βασανιστήρια και εξαφανίσεις κατά τη διάρκεια των προηγούµενων δικτατοριών και κατέστησαν δυνατή την καταδίκη ορισµένων ενόχων, απαλλάσσοντας έτσι ένα σύστηµα από την ευθύνη, το οποίο µε τον ίδιο τρόπο που τώρα έχει ανάγκη από αριστερές κυβερνήσεις, τότε είχε την ανάγκη των δικτατοριών, των βασανιστηρίων και των δολοφονιών. Πρέπει επίσης να διευκρινίσουµε πως στην Ουρουγουάη παραµένει σε ντροπή όλων σε ισχύ ο διαβόητος Νόµος της ατιµωρησίας (Ley de Impunidad), που εγγυάται σε εκείνους που παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώµατα ότι δε θα δικαστούν για πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αφού ο πρόεδρος, µε απόφασή του, τους εξαιρεί από το συγκεκριµένο νόµο.
Σε αυτές τις χώρες, ο αγώνας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη προωθήθηκε για χρόνια, ατοµικά και σε δύσκολες καταστάσεις, από υποστηρικτές και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Σήµερα, οι κυβερνήσεις της αριστεράς έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν και να αφοµοιώσουν πολυάριθµες οργανώσεις µε την ψήφο των µελών τους, κάνοντας δική τους την πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωµάτων.
Ωστόσο, µέχρι σήµερα η καταστολή των κινηµάτων είναι δραστική, εφαρµόζοντας τις φυλακίσεις, τις δίκες και τις καταδίκες: εξάλλου, δε λείπουν οι δολοφονίες από τις δυνάµεις καταστολής. Συνεχίζει να ανθεί η ποινικοποίηση και η ενοχοποίηση εκείνων που µάχονται για τα δικαιώµατά τους, εκείνων που δεν αφήνονται να εξαπατηθούν από τους κυβερνώντες, όπως είναι εµφανές στη Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Βενεζουέλα...
Οι κοινωνικές πολιτικές
Τα κράτη µ’ αυτή τη νέα µορφή διακυβέρνησης, διαθέτουν εφόδια που πριν δεν είχαν, ως αποτέλεσµα της ευνοϊκής συγκυρίας της αύξησης των διεθνών τιµών των πρώτων υλών, για τη χρηµατοδότηση προγραµµάτων στήριξης των κατώτερων στρωµάτων. Ας θυµηθούµε πως ανάλογα προγράµµατα προωθούνται από την Παγκόσµια Τράπεζα και µια ολόκληρη σειρά διεθνών οργανισµών πίστωσης. Όλες αυτές οι κυβερνήσεις αναπτύσσουν, µε διαφορετικούς τρόπους, δηµόσιες πολιτικές αγώνα ενάντια στη φτώχια και την περιθωριοποίηση της εργασίας, της εκπαίδευσης και της υγείας. Αυτές οι πολιτικές αποτελούν το κύριο σηµείο αιχµής στην αναζήτηση νέων κοινωνικών συµβιβασµών και είναι η έκφραση του προγράµµατος ανοικοδόµησης των "εθνικών" κρατών, τα οποία, από επενδυτική πλευρά, στηρίζονται στο κεφάλαιο.
Στην περιοχή των Άνδεων, αυτές οι πολιτικές του αγώνα ενάντια στη φτώχια δοκιµάστηκαν ήδη και προωθήθηκαν από προηγούµενες κυβερνήσεις, µέσα από τα σχέδια ανάπτυξης και κοινοτικής συµµετοχής που αναπτύχθηκαν και επιχορηγήθηκαν άµεσα από την BID (Banco Interamericano de Desarrollo, Διαµερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης). Με πολιτικές αυτού του είδους, οι κυβερνήσεις κατάφεραν να εξουδετερώσουν τα κινήµατα, να τα αφοµοιώσουν και, σε µερικές περιπτώσεις, να τα εντάξουν στους κοινωνικούς θεσµούς (ο Λούλα ντα Σίλβα, στη Βραζιλία, όρισε υπουργό Απασχόλησης τον πιο σηµαντικό συνδικαλιστή της αντιπολίτευσης). Παρόλο που τα κοινωνικά πλεονεκτήµατα που προορίζονται για τους φτωχούς αυξάνονται, σε γενικές γραµµές συνεχίζει να εφαρµόζεται µια οικονοµική πολιτική που στρέφεται στην προσέλκυση του διεθνούς κεφαλαίου.
Νέοι τρόποι διακυβέρνησης και κινήµατα
Σε όλη τη Λατινική Αµερική, η εφαρµογή νεοφιλελεύθερων συνταγών από τις προηγούµενες κυβερνήσεις είχε τεράστιες συνέπειες και βύθισε µεγάλα τµήµατα του πληθυσµού στην πιο σκληρή φτώχια. Η µοναδική λύση για τους φτωχούς ήταν να µάθουν να οργανώνουν την επιβίωσή τους, για να συνεχίσουν να ζουν. Όµως, οργάνωσαν και την εξέγερση, η οποία βρήκε τρόπο να εκφραστεί µέσω σηµαντικών κινηµάτων σε όλη την ήπειρο: το caracazo [5] στη Βενεζουέλα, οι Ζαπατίστας στο Μεξικό, οι ιθαγενείς στο Εκουαδόρ, οι καλλιεργητές κόκας και οι εξεγέρσεις για το νερό και το φυσικό αέριο στη Βολιβία, οι Sem Terra [6] στη Βραζιλία και οι πικετέρος [7] , τα εργοστάσια που τέθηκαν ξανά σε λειτουργία στην Αργεντινή, το κίνηµα των Μαπούτσε στη Χιλή...
Μερικοί θεωρούν ότι η ύπαρξη κυβερνήσεων της αριστεράς, που είναι ευρέως ευαισθητοποιηµένες στα κοινωνικά ζητήµατα, δίνει στους φτωχούς τη δυνατότητα να ισχυροποιηθούν και να επιτύχουν κατακτήσεις που ήταν ανέφικτες µε τις κυβερνήσεις της δεξιάς. Αυτό µπορεί να αληθεύει για ένα µικρό χρονικό διάστηµα, αλλά, µε την πάροδο του χρόνου, όλες οι κυβερνήσεις, συµπεριλαµβανοµένων αυτών που σκοπεύουν να επιτύχουν µια µεγαλύτερη κοινωνική αναδιανοµή, τείνουν αναπόφευκτα να καθοδηγήσουν, να κατακτήσουν και να θεσµοποιήσουν τα κινήµατα βάσης. Οι κοινωνικές πολιτικές των νέων τρόπων διακυβέρνησης έχουν µια µεγαλύτερη ικανότητα να σέρνουν πίσω τους τα κινήµατα, οικειοποιούµενες τις λέξεις της τάξης και αφοµοιώνοντας κάποιες από τις διεκδικήσεις τους. Παρουσιάζονται µε τους λειτουργούς και τους κοινωνικούς τεχνικούς τους, πολλοί από τους οποίους είναι µαχητές του κοινωνικού, και συµπληρώνουν έρευνες, µετρούν, καταγράφουν, εξουδετερώνουν και ελέγχουν. Αλλά κυρίως, δίνουν ζωή σε µια νέα µορφή κοινωνικής εργασίας, δίνοντας το ερέθισµα σε κοινωνικές οργανώσεις συµµετοχικές και "αυτόνοµες". Τις παρακινούν να δράσουν στο εσωτερικό του κράτους, αναγνωρίζοντάς τους µια θεσµική αντιπροσώπευση: έτσι, υιοθετούν τα κινήµατα που µε αυτόν τον τρόπο χρησιµεύουν στο να προσδίδουν σ’ αυτές τις κυβερνήσεις το χαρακτηρισµό "λαϊκές" (…)
Οι φτωχοί κινητοποιούνται
Τα κινήµατα των αυτόχθονων λαών ή των ινδιάνων είναι σίγουρα ένα από τα πιο εµφανή χαρακτηριστικά της εποχής µας. Ίσως φέρνουν στο προσκήνιο τη διαδικασία της αποικιοκρατίας που σε αυτές τις χώρες δεν έληξε ποτέ. Στο Εκουαδόρ και την Κολοµβία συγκρούστηκαν σκληρά µε τις πολυεθνικές του πετρελαίου.
Στη Χιλή και την Αργεντινή, οι Μαπούτσε προέβαλαν αντίσταση στις ξυλουργικές επιχειρήσεις καθώς και σε αυτές τις κυτταρίνης. Στη Χιλή, παραπέµφθηκαν σε δίκη, και η κυβέρνηση της σοσιαλίστριας Μπατσελέ εφάρµοσε εναντίων τους το Νόµο κατά της τροµοκρατίας (που θεσπίστηκε από τον Πινοτσέ). Το κίνηµα του αγώνα του λαού των Μαπούτσε µάχεται ενάντια στις πολυεθνικές που σφετερίζονται τη γη των ιθαγενών για να αποκοµίσουν κέρδη στον αγροτικό τοµέα και ασχολείται µε την αυτονοµία και την κοινοτική διαχείριση των εδαφών, χωρίς την παρέµβαση του κράτους της Χιλής.
Στη Βολιβία, ο αγώνας για το νερό και το φυσικό αέριο και για την εθνικοποίηση των υδρογονανθράκων έφερε τις κοινότητες των ιθαγενών και των αγροτών στο προσκήνιο όταν, τον Οκτώβριο του 2003, οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης και, µεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2005, ήταν ένα βήµα πριν την αντικατάσταση του προέδρου Εντουάρντο Ροντρίγκες και την οργάνωση µιας αυτοκυβέρνησης: παρενέβη όµως ο Μοράλες και το κόµµα του, το MAS (Movimiento al Socialismo, Σοσιαλιστικό Κίνηµα), που χειρίστηκαν και εξασφάλισαν εκεχειρία ανάµεσα στο επαναστατικό κίνηµα και την κυβέρνηση, αφήνοντας έτσι ξανά ανοιχτή την εκλογική οδό, που έµελε να φέρει τον αϋµάρα [8] Έβο Μοράλες στην προεδρία της Βολιβίας. Διεκδικώντας εκ νέου την εθνικοποίηση του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, προσδοκώντας την κυριαρχία σε αυτές τις επιχειρήσεις που οργανώθηκαν µε βάση ένα µοντέλο κρατικιστικό, ο κοινοβουλευτισµός και το κράτος τέθηκαν για ακόµη µια φορά βασικοί συνοµιλητές της σύγκρουσης.
Στο Εκουαδόρ, οι αυτόχθονες λαοί προωθούν ένα κράτος πολυπολιτισµικό και πολυεθνικό. Στην περίπτωση του Εκουαδόρ, ήδη στο παρελθόν οι λαοί των ιθαγενών είχαν στραφεί σε συµµαχίες µε κόµµατα και υποψηφίους της κυβέρνησης, οι οποίοι στη συνέχεια τους πρόδιδαν. Ίσως είναι δυνατή η οικοδόµηση ενός καινούριου κράτους, στο οποίο θα έχουν θέση οι ινδιάνικοι πολιτισµοί, µε τον όρο να µην αµφισβητηθεί η καπιταλιστική αγορά. Στη Βολιβία, οι Αϋµάρα προτείνουν την αυτοδιακυβέρνηση των κοινοτήτων και διεκδικούν τη θέσπιση του "έθνους αϋµάρα", σε αντίθεση µε την ιδέα της κατάκτησης του κράτους.
Το κίνηµα των πικετέρος στην Αργεντινή αποδυναµώθηκε και εντάχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις κυβερνητικές πολιτικές που αναπτύχθηκαν από την κυβέρνηση του Νέστορ Κίρχνερ. Η πιο πολυάριθµη οµάδα και κυβερνητική δύναµη σύγκρουσης καθοδηγήθηκε από τον Λουίς Ντ’ Ελία και σήµερα αποτελείται από πικετέρος. Σ’ αυτήν την κατάσταση µεγάλης σύγχυσης, που προκλήθηκε από µια κυβερνητική πολιτική που δείχνει µεγαλύτερη προσοχή στη στήριξη των ασθενέστερων οικονοµικά τάξεων, ακόµη και το Κίνηµα των Ανέργων Εργατών (Movimiento de Trabajadores Desocupados), που συνδεόταν µε µια αναρχική οργάνωση, κατέληξε να παίρνει µέρος σε εκλογικές δραστηριότητες υπέρ του Κίρχνερ, παρέχοντας στήριξη και µέσα στους θεσµούς. Παρόλ’ αυτά, µερικοί τοµείς των πικετέρος, αυτοδιαχειριζόµενα εργοστάσια και συνελεύσεις γειτονιάς συνεχίζουν να επιβεβαιώνουν τους δεσµούς τους και να ελέγχουν αυτόνοµα τη ζωή τους, παράγοντας και προωθώντας συναλλαγές µ’ ένα διαφορετικό τρόπο, αυτοδιαχειριζόµενο.
O τσαβισµός στη Βενεζουέλα είναι ένα κίνηµα που προωθείται από την κυβέρνηση, στο οποίο ο σηµαντικότερος leader είναι ο ίδιος ο πρόεδρος. Αυτό από µόνο του αποτελεί ένα ισχυρό εµπόδιο, εποµένως και τον οµφάλιο λώρο που το δένει σταθερά µε το κράτος. "Ο κόσµος πρέπει να πάρει την εξουσία", υποστηρίζει ο Τσάβες, όπως γράφει µε ενθουσιασµό ο αµερικανός βιβλιοθηκάριος Michael Albert. Αλλά τι νόηµα µπορεί να έχει µια παρόµοια πρόταση, όταν εκφράζεται από αυτόν που ασκεί πραγµατικά τη δύναµη, τον ίδιο που αποτελεί το Μοναδικό Κόµµα Psu (Partido Socialista Único), που διευθύνει το πεπρωµένο της "µπολιβαριανής επανάστασης", της οποίας είναι ο µοναδικός αρχηγός; Μια λαϊκή εξουσία προγραµµατισµένη από ψηλά από τους λειτουργούς της κυβέρνησης µπορεί µονάχα να χρησιµεύσει στο να ενδυναµώσει την εξουσία των λειτουργών, του Τσάβες και του κράτους. Είναι που ο σοσιαλισµός του 21ου αιώνα είναι εµπνευσµένος από αυτήν την παραίσθηση που λέγεται κουβανικός σοσιαλισµός.
"Η εξουσία πρέπει να µειώσει την παρεµβατική µας δύναµη, ακριβώς για να ασκήσει τη δύναµή της σε εµάς". Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να εξουδετερωθεί η ικανότητα του πράττειν των κινηµάτων από το να τα εντάσσεις στον κυβερνητικό χώρο, εγκαθιδρύοντας νέες µορφές συµµετοχής, που πηγάζουν από τον τσαβισµό. Ο Τσάβες θέλησε να επιβεβαιώσει τη δύναµή του και όχι τη λαϊκή εξουσία, µέσω ενός δηµοψηφίσµατος, το οποίο µποϋκόταρε το ίδιο το τσαβικό κίνηµα. Γι’ αυτό, είναι αναγκαίο να επιχειρηθεί µια διάκριση µεταξύ του Τσάβες και του κινήµατος που τον στηρίζει.
Οι Sem Terra της Βραζιλίας, συνδεµένοι από την αρχή µε τις εκκλησιαστικές κοινότητες και πολιτικά µε το Pt (Partido dos Trabalhadores, Κόµµα των Εργατών), σήµερα είναι µερικώς αποστασιοποιηµένοι από το κόµµα του Λούλα, λόγω των διαφορετικών τους θέσεων όσον αφορά την αγροτική µεταρρύθµιση και την καλλιέργεια των διαγονιδιακών οργανισµών. Το κίνηµα των Sem Terra (Mst) είναι σίγουρα ένα από τα πιο δυνατά κινήµατα της Λατινικής Αµερικής, αλλά και το πιο δοµηµένο και κάθετο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν θέσεις της προοδευτικής Εκκλησίας και µιας µαρξιστικής κατά βάση ορθόδοξης αριστεράς, που φιλοδοξεί την οικοδόµηση ενός λαϊκού κράτους. Είναι ένα πολύ µαχητικό κίνηµα και µε µια στρατιωτική βάση στους καταυλισµούς και τις καταλήψεις της γης, αλλά έχει σταµατήσει πια να αναπτύσσει συµµετοχικά τις οργανωτικές δοµές, βασιζόµενο στο δηµοκρατικό ολοκληρωτισµό.
Το κίνηµα των Ζαπατίστας είναι εκείνο που επηρεάστηκε περισσότερο από το ελευθεριακό κίνηµα και επίσης εκείνο που εντρύφησε περισσότερο στην αναζήτηση µιας αλλαγής όσον αφορά τη χειραφέτηση της Λατινικής Αµερικής. Ωστόσο, στην τελευταία φάση, οι Ζαπατίστας σταµάτησαν να κοιτάζουν προς τα κάτω, όπως έκαναν µέχρι τώρα, για να διασχίσουν το Μεξικό µε την Άλλη Καµπάνια (La otra campaña), κοιτάζοντας προς τα κάτω και προς τα αριστερά. Αυτό τους εντάσσει στον πολιτικό χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά προς τα κάτω και αριστερά, κάτι που σηµαίνει επίσης τη διαιώνιση της κατηγορίας σε σχέση µε τη δοµή-κράτος που χρησιµεύει στην αναπαραγωγή του.
Πάντα στο Μεξικό, το γηγενές και λαϊκό κίνηµα της Οαχάκα, οργανωµένο στην Appo (Asamblea Popular de los Pueblos de Oaxaca, Λαϊκή Συνέλευση των Λαών της Οαχάκα) και σ’ ένα κίνηµα ακόµα πιο ευρύ, γνωστό µε το όνοµα Comuna de Oaxaca (Κοµούνα της Οαχάκα), ήταν ο πρωταγωνιστής της αντίστασης ενάντια στον κυβερνήτη Ουλίσες Ρουίς, σύµβολο εδώ και χρόνια διαφθοράς και καταστολής. Ο Φλόρες Μαγιόν [9] , και αυτός από την Οαχάκα, είχε ήδη βρει στις κοινότητες των ιθαγενών τη βάση των ελευθεριακών τους προτάσεων.
Στην Ουρουγουάη, τα δραστήρια κινήµατα δεν αποτελούνται παρά από κάθετες δοµές, χωρίς ζωή. Οι δυνάµεις που σε κάποια συγκεκριµένη φάση ήταν παρούσες σ’ αυτές τις δοµές ασφυκτιούσαν από τις συνθήκες νοµιµότητας, µια νοµιµότητα που οι ίδιοι οι υποστηρικτές της δέχτηκαν, τρέχοντας πίσω από τον πυρήνα της συµµετοχικής δηµοκρατίας και τις διευκολύνσεις που υποσχέθηκε ο "προοδευτισµός", ο οποίος φυσικά δεν είναι δωρεάν. Αυτές οι δυνάµεις, ρηµάχτηκαν µε τα τεχνάσµατα της εξουσίας, αναλαµβάνοντας το καθήκον να επιτύχουν νοµικές παραδοχές, και περισσότερο αφοµοιώθηκαν στο σύστηµα παρά δηµιούργησαν την εκάστοτε δική τους πραγµατικότητα. Μα πέρα από τους σκοπούς, η γραφειοκρατική µηχανή των κοινωνικών κινηµάτων συνεχίζει να λειτουργεί και να αναπαράγεται λόγω αδράνειας. Ωστόσο, υπάρχει και ένα κίνηµα αόρατο, διάχυτο και απρόβλεπτο, το οποίο, ξεκινώντας από την πραγµατικότητα και τις επιθυµίες του, αποζητά την αυτονοµία, και, µε βάση τη διαφορετικότητα, δηµιουργεί τις πραγµατικότητες που αυτό φιλοδοξεί: έτσι, είναι επιφορτισµένο µε τα ζητήµατα της διατροφής, της εκπαίδευσης, της υγείας, ξεφεύγοντας από τη νοµιµότητα, προκειµένου να έχει ένα µέρος για να επιβιώσει, όπου θα παράγει είδη διατροφής... ζώντας µέρα µε τη µέρα την περιπέτεια (σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό) της οικοδόµησης από κοινού εκείνης της πραγµατικότητας που µας δίνει την δυνατότητα να ζήσουµε πιο ελεύθεροι και πιο υγιείς.
Νέα πλαίσια, νέες δυνατότητες
Mια κριτική µατιά στα κινήµατα και στην εύθραυστη κατάστασή τους δεν υποδηλώνει διάθεση για κριτική. Γιατί, από αυτήν την εύθραυστη κατάσταση, την κρίση των σηµείων αναφοράς, τις αβεβαιότητες γεννιέται η επιθυµία για τη δηµιουργία και την αναζήτηση νέων νοηµάτων στις ζωές µας.
Τα κινήµατα δεν είναι αγνά, είναι ετερογενή, υβρίδια, είναι ένα µείγµα διαφορών µε διακριτούς τύπους πρόσµειξης, αλλά από αυτές τις αναµείξεις, απ’ αυτό το αµάλγαµα µπορούν να γεννηθούν µετασχηµατισµοί. Από το οµοιογενές, από το καθαρό, πηγάζουν µονάχα επαναλήψεις, ποτέ δηµιουργικότητα.
Ωστόσο, µερικά κινήµατα βάσης στη Λατινική Αµερική συνεχίζουν να παραµένουν αγκιστρωµένα στη λενινιστική λογική, σύµφωνα µε την οποία η πολιτική του κόµµατος είναι µια δόση ανώτερη από την πολιτική που χωρίζει το κοινωνικό από το πολιτικό, επιβεβαιώνοντας µε αυτόν τον τρόπο το ρόλο του ιµάντα της µεταβίβασης των ληφθέντων αποφάσεων στις ανώτερες απαιτήσεις: και όταν δεν είναι έτσι, πολλοί δεν απωθούν τη διεκδίκηση ενσωµάτωσης ή την πρακτική του πελάτη.
Η κρίση της εκπροσώπησης και της πρωτοπορίας δεν επικεντρώνεται αυτόµατα στην πραγµατοποίηση των αυτόνοµων δράσεων και της αυτοοργάνωσης. Στο εσωτερικό των καινούριων οµάδων της ριζοσπαστικής αριστεράς πολλοί διεκδικούν λειτουργικά την αυτονοµία των οργανισµών βάσης, αλλά είναι µια αυτονοµία που κατασκευάζεται στην υπηρεσία µιας στρατηγικής εξουσίας. Παίζουν µε την έννοια της ταξικής ανεξαρτησίας και της αυτονοµίας, σαν να επρόκειτο για το ίδιο πράγµα. Στην Ουρουγουάη, στις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, η ταξική ανεξαρτησία σήµαινε την ανεξαρτησία του κράτους, των εναλλασσόµενων κυβερνήσεων και των αστικών κοµµάτων, αλλά όχι των κοµµάτων και των οµάδων της αριστεράς. Και αυτή είναι η αυτονοµία που προσπαθούν να περάσουν. Η στρατηγική της εξουσίας εµπλέκει την ένωση και, σύµφωνα µε τη συγκεκριµένη στρατηγική, ποιο είναι το µέρος για την υπεροχή της πολιτικής ένωσης αν όχι το κόµµα, ή η πολιτική οργάνωση;
Για τα κοινωνικά κινήµατα, όχι µόνο για εκείνα που περιορίζονται στο να µένουν προσηλωµένα στο κράτος µε µια υποχθόνια συµπεριφορά, αλλά κυρίως γι’ αυτά που δε θέλουν να µένουν εγκλωβισµένα στα δίχτυα των κρατικών ιδρυµάτων, φαίνεται καθαρά ότι δε γίνεται να συνεχίσει κανείς να µάχεται όπως έκανε πριν από την ύπαρξη αυτών των κυβερνήσεων, σαν να µην έχει συµβεί τίποτα. Δεν είναι όλα ίδια, και η παρούσα κατάσταση, η οποία είναι πιο πολύπλοκη, καθιστά αναγκαία την επινόηση νέων µορφών, οι οποίες θα αποφεύγουν την εµµονή και την περιθωριοποίηση των κινηµάτων: ή µήπως δε θα έπρεπε να τονίσουµε τόσο την περιθωριοποίηση, µε την έννοια ότι βρισκόµαστε στα όρια ενός συστήµατος από το οποίο θέλουµε να βγούµε;
Είναι µια καινούρια αντιπαράθεση που απαιτεί και µας προκαλεί να επεξεργαστούµε νέες αντιλήψεις ιδεών και πρακτικών, νέες και διαφορετικές επιλογές.
µετάφραση: Ελένη Μπακαλάκου
1. Τeoría de los dos demonios: ρητορικό σχήµα λόγου, σύµφωνα µε το οποίο οι πράξεις βίας από τις Ένοπλες Δυνάµεις κατά τη διάρκεια του βρώµικου πολέµου στην Αργεντινή συγκρίνονται µε τη δράση των αντάρτικων οµάδων .Έτσι, εξισώνεται η πολιτική υπονόµευση µε τις παράνοµες κατασταλτικές δραστηριότητες εκτός κυβέρνησης.
2. Plan Colombia: διεθνές σχέδιο, µε τη συνεργασία των κυβερνήσεων Κολοµβίας και Η.Π.Α., µε σκοπό να περιορίσει τη διακίνηση ναρκωτικών και τις ένοπλες συγκρούσεις στην Κολοµβία. Το πιο αµφιλεγόµενο σηµείο του σχεδίου είναι η από αέρα απολυµάνσεις για την εξάλειψη της κόκας, µε τροµερές συνέπειες στο περιβάλλον και την υγεία.
3. John Holloway: δικηγόρος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, στενά συνδεδεµένος µε το κίνηµα των Ζαπατίστας στο Μεξικό, όπου διαµένει από το 1991.
4. Mercado Común del Sur: Κοινή Αγορά Βραζιλίας, Αργεντινής, Ουρουγουάης και Παραγουάης, µε σκοπό το ελεύθερο εµπόριο και τη µετακίνηση ανθρώπων και συναλλάγµατος.