Περιεχόμενα
του Τεύχους 17

Οι sections του Παρισιού

Οι sections του Παρισιού
Κείμενο

οι συνελεύσεις των τοµέων (sections) στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της µεγάλης γαλλικής επανάστασης
α’ µέρος

Οι sections (τοµείς) αποτελούν µια από τις συγκλονιστικότερες και πιο περιπετειώδεις όψεις της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Ενταγµένες εξ’ ολοκλήρου στον εξεγερσιακό αναβρασµό της ταραγµένης εκείνης περιόδου, διαθέτουν παράλληλα χαρακτηριστικά ριζωµένα σε βάθος αιώνων, αντανακλούν διαθέσεις και τάσεις που εµφανίζονται τακτικά στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και έτσι ξεπερνούν κατά πολύ τη δεδοµένη χρονική στιγµή εκδήλωσής τους.

Ο θεσµός των sections παραπέµπει µε αδιαµφισβήτητο τρόπο στην ιδέα των λαϊκών συνελεύσεων σε επίπεδο γειτονιάς ή συνοικίας. Αυτή άλλωστε ήταν και η αρχική µήτρα. Γρήγορα όµως ο θεσµός µετατράπηκε σε µια πραγµατική ανθρώπινη δηµιουργία που βάλθηκε να νοηµατοδοτήσει ο ίδιος την ύπαρξή του, να προσδιορίσει το περιεχόµενό του, και να θέσει ο ίδιος στόχους για τον εαυτό του. Αρνήθηκε δηλαδή να υπαχθεί σε προκαθορισµένα πλαίσια, επιβεβληµένα από άλλους (στην προκειµένη περίπτωση την εκάστοτε κεντρική διοίκηση), αλλά επιχείρησε να ορίσει ο ίδιος τα όρια της δράσης και αρµοδιότητάς του. Έτσι από µια λαϊκή συνέλευση µε διαβουλευτικό και εκλογικό ρόλο, µεταβλήθηκε σε µια θέσµιση που φιλοδόξησε να διαχειριστεί την καθηµερινότητα σε τοπικό επίπεδο αλλά και να καθορίσει την πολιτική, οικονοµική και κοινωνική συγκρότηση σε εθνικό επίπεδο. Γνήσια λαϊκός θεσµός (όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωµα ισότιµης συµµετοχής), ενσωµάτωσε όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις της εξεγερµένης πόλης και αποτέλεσε την αυθεντικότερη έκφραση του λαϊκού κινήµατος, το πεδίο εκδίπλωσης µιας πλουσιότατης δραστηριοποίησης µε στόχο την ανάληψη του ελέγχου πάνω στο σύνολο των τοµέων της κοινωνικής ζωής.

Παραδόξως, η δηµιουργία των sections δεν αποτέλεσε προϊόν µαζικής λαϊκής δράσης αλλά µετεξέλιξη µιας πρωτοβουλίας εκ των άνω. Η δύσκολη οικονοµική κατάσταση της Γαλλίας είχε αναγκάσει το βασιλιά να συγκαλέσει τη συνέλευση των 3 τάξεων για τον Μάϊο του 1789, προκειµένου να ληφθούν µέτρα για τη βελτίωση της χώρας. Εν όψει αυτών των εκλογών το βασιλικό διάταγµα της 13ης Απριλίου 1789 είχε χωρίσει το Παρίσι σε 60 περιφέρειες (districts) µε αποστολή την εκλογή εκλεκτόρων οι οποίοι µε τη σειρά τους θα επέλεγαν αντιπροσώπους για τη Συνέλευση των 3 τάξεων. Η εκλογή αυτή θα γινόταν από µία συνέλευση στην οποία µπορούσαν να ψηφίσουν όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου που αποτελούσαν την επονοµαζόµενη Τρίτη Τάξη. Η πρωτοβάθµια αυτή συνέλευση θα διαρκούσε µόνο µια µέρα και έπειτα θα διαλυόταν έχοντας εκπληρώσει τον εκλογικό σκοπό της.

Φυσικά, τα πράγµατα δεν εξελίχθηκαν καθόλου µε αυτό τον προδιαγεγραµµένο από την εξουσία τρόπο. Και αυτό γιατί οι υπήκοοι της πρωτεύουσας δεν φάνηκαν καθόλου διατεθειµένοι να απαρνηθούν τη δυνατότητα συµµετοχής στην πολιτική ζωή που ανοίχθηκε µπροστά τους. Εξάλλου, το Παρίσι ήταν το κέντρο της διακίνησης των πολιτικών ιδεών του Διαφωτισµού, η οποία προηγήθηκε της επαναστατικής περιόδου. Η αµφισβήτηση της απόλυτης µοναρχίας, η ιδέα της συµµετοχής των πολιτών στη διακυβέρνηση της χώρας, η κριτική του θρησκευτικού φανατισµού, το δικαίωµα αυτοδιάθεσης ήταν µερικά µόνο από τα θέµατα συζήτησης σε όλο το Παρίσι, από τα αριστοκρατικά σαλόνια έως τα λαϊκά καφενεία. Η διάχυση των ιδεών ήταν τόσο εκτεταµένη ώστε ακόµη και οι αγράµµατοι (η πλειονότητα των κατοίκων δεν γνώριζε ανάγνωση) γίνονταν µέτοχοι ενός πολιτικού προβληµατισµού που ερέθιζε το πνεύµα τους. Ας υποθέσουµε εδώ ότι η ιδέα της τοπικής αυτοδιεύθυνσης είχε ήδη πραγµατωθεί µερικώς σε παλαιότερες εποχές (Μεσαίωνας) και η ανάµνηση της είχε εντυπωθεί στο συλλογικό φαντασιακό των λαϊκών τάξεων. Το κλίµα λοιπόν ήταν εξεγερσιακό, οι κάτοικοι αρνούνταν τον προηγούµενο τρόπο ζωής, επιδείκνυαν τάσεις αυτονόµησης από τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας και δεν άργησαν να τις εκδηλώσουν µε τρόπο απλό αλλά ρητό.

Ενώ λοιπόν το βασιλικό διάταγµα συγκρότησης των districts προέβλεπε την άµεση διάλυσή τους µετά την εκλογή των εκλεκτόρων, οι κάτοικοι της κάθε γειτονιάς αποφάσισαν τη συνέχιση της λειτουργίας τους. Συγκεντρώνονταν οι ίδιοι σε τακτά διαστήµατα και άρχισαν να διαβουλεύονται όχι µόνο για συνοικιακά ζητήµατα αλλά κυρίως για ζητήµατα γενικότερης πολιτικής. Την περίοδο εκείνη (Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1789) η Συνέλευση των 3 Τάξεων είχε ξεκινήσει τη λειτουργία της ασχολούµενη µε πολιτικά και οικονοµικά θέµατα. Οι συνεδριάσεις της τύγχαναν δηµοσιότητας. Οι συνελεύσεις των districts έβρισκαν λοιπόν την αφορµή ώστε να συµµετέχουν µε τους τρόπους τους σε αυτή τη συζήτηση. Πολύ γρήγορα η επιρροή τους έγινε τέτοια ώστε να θεωρηθούν ως αυθεντική έκφραση της λαϊκής βούλησης. Όταν ο βασιλιάς θέλησε να ελέγξει τους αντιπροσώπους της 3της Τάξης, εκείνοι απευθύνθηκαν στις συνελεύσεις των districts για βοήθεια.

Από εκεί ξεπήδησαν οι διαδηλωτές που κατέλαβαν τη Βαστίλη στις 14 Ιουλίου 1789 και υποχρέωσαν το βασιλιά να συναινέσει στη µετατροπή της Συνέλευσης των 3 Τάξεων σε Συντακτική Συνέλευση, µε σκοπό τη σύνταξη για πρώτη φορά στη Γαλλία ενός Συντάγµατος που θα περιόριζε την απόλυτη εξουσία του βασιλιά. Όλες οι µεγάλες εξεγερσιακές µέρες του Παρισιού φέρουν τη σφραγίδα των λαϊκών συνελεύσεων οι οποίες παρέχουν το αναγκαίο ανθρώπινο δυναµικό για την υλοποίηση των επαναστατικών αλλαγών.

Μια τέτοια λαϊκή κινητοποίηση δεν µπορούσε παρά να ανησυχήσει την κεντρική κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο που έβλεπαν στα districts ένα επικίνδυνο ανταγωνιστή. Και αυτό γιατί όσο η επαναστατική πορεία συνεχιζόταν τόσο η δράση και τα αιτήµατα των districts ριζοσπαστικοποιούνταν. Πεδίο µιας πραγµατικά αξιοµνηµόνευτης εµπειρίας άµεσης δηµοκρατίας, οι γενικές συνελεύσεις των districts δεν έβλεπαν κανένα λόγο να αναστείλουν τη λειτουργία τους. Η Συντακτική Συνέλευση λοιπόν (το κοινοβούλιο της εποχής) επιχείρησε να περιορίσει αυτή τη λειτουργία. Με νοµοθετικό διάταγµα κατήργησε τις περιφέρειες και τις αντικατέστησε µε 48 τοµείς (sections) στις οποίες ανέθεσε ως µοναδικό έργο την επιλογή αντιπροσώπων για τις εθνικές Συνελεύσεις και για τα υπόλοιπα αιρετά όργανα που προέβλεπε το νέο πολιτικό σύστηµα της χώρας. Παρατηρούµε λοιπόν ότι τόσο η απολυταρχική όσο και η κοινοβουλευτική εξουσία αντιµετώπισαν µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο τις λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς, επιχειρώντας να τις περιορίσουν σε έναν καθαρά εκλογικό ρόλο. Εκείνες όµως αντιστάθηκαν λυσσωδώς σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο και διεκδίκησαν το δικαίωµα µετατροπής τους σε µόνιµες συνελεύσεις, κάτι που κατάφεραν στην πράξη από νωρίς, και νοµικά το 1792. Η πρώτη µάχη απέναντι στην κεντρική εξουσία είχε κερδηθεί. Οι sections λειτούργησαν από το καλοκαίρι του 1789 και έπειτα σε µόνιµη βάση.

Το επαναστατηµένο Παρίσι

Ο πολιτικός προσανατολισµός των 48 sections δεν ήταν ενιαίος. Ανάλογα µε την κοινωνική σύνθεση του πληθυσµού κάθε συνοικίας, άλλες ήταν ριζοσπαστικότερες και άλλες πιο µετριοπαθείς. Όλες όµως παρέµειναν πιστές στο αίτηµα της τοπικής αυτοδιεύθυνσης το οποίο εξέφραζαν από την αρχή έως το τέλος. Οι κοινωνικές διαφορές και οι ανταγωνισµοί, οι διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις θα εκδηλωθούν στο εσωτερικό των συνελεύσεων και θα καθορίσουν µια διαρκή σύγκρουση ανάµεσα σε µετριοπαθείς και ριζοσπάστες µέχρι την προσωρινή επικράτηση των τελευταίων το 1792-1793. Η ιστορία εποµένως των sections δεν µπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από το γεωγραφικό και κοινωνικό πεδίο αναφοράς τους, το επαναστατηµένο Παρίσι.

Την εποχή της Επανάστασης το Παρίσι ήταν η δεύτερη µεγαλύτερη πόλη της Ευρώπης µε περίπου 600 χιλιάδες κατοίκους. Ο πληθυσµός ήταν άνισα κατανεµηµένος στις 48 sections. Εκείνες του πολύβοου κέντρου µε τις µεγάλες λεωφόρους ήταν πολύ πιο πυκνοκατοικηµένες από τις δυτικές και ανατολικές συνοικίες οι οποίες ήταν σχετικά αποµονωµένες. Μεγάλος ήταν και ο αριθµός των εσωτερικών µεταναστών. Το 1793 µόλις το 27% του πληθυσµού είχε γεννηθεί στο Παρίσι. Οι δυτικές συνοικίες όµως είχαν αναλογικά µεγαλύτερο ντόπιο πληθυσµό αποτελούµενο κυρίως από τεχνίτες οι οποίοι, έχοντας ριζώσει στην πρωτεύουσα, θα βρεθούν στην πρώτη γραµµή των λαϊκών κινητοποιήσεων, διεκδικώντας µια ολοένα αυξανόµενη αυτονοµία στο επίπεδο της γειτονιάς τους.

Η καλή κοινωνία της πόλης αποτελείται από αριστοκράτες και µεγαλοαστούς µε τίτλους ευγενείας και αξιώµατα. Η πλειονότητά τους γρήγορα εγκαταλείπει την επαναστατηµένη πόλη και τις περιουσίες της, ανίκανη να αποδεχθεί τη νέα κατάσταση πραγµάτων όπου τα έως τότε νοµικώς κατοχυρωµένα προνόµιά της έχουν πια καταργηθεί. Έτσι, το πεδίο έµεινε ελεύθερο για τη δράση του λαού ο οποίος έως τότε δεν είχε κανένα πολιτικό δικαίωµα.

Ο λαός, η Τρίτη δηλαδή Τάξη της προεπαναστατικής περιόδου, ήταν µια κατηγορία έντονα ανοµοιογενής.

Η µέση αστική τάξη συµπεριελάµβανε περίπου 2000 ανθρώπους. Νοµικοί, δηµοσιογράφοι κυρίως και λιγότερο καθηγητές και ελεύθεροι επαγγελµατίες θα στελεχώσουν, βοηθούµενοι από εκατοντάδες επαρχιώτες που θα συρρεύσουν στην πρωτεύουσα ως µέλη των κοινοβουλευτικών συνελεύσεων, τις επαναστατικές κυβερνήσεις που βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισµό µε τις sections.

Τέλος, η κατώτερη αστική τάξη (υπάλληλοι, δάσκαλοι, µικροέµποροι, µάστορες και εξειδικευµένοι τεχνίτες) µαζί µε τα φτωχότερα στρώµατα του πληθυσµού (ανειδίκευτοι εργάτες, παραγυιοί, µεροκαµατιάρηδες και φυσικά υπηρέτες) αποτελούν την πλειονότητα της πόλης, εκείνη που θα νιώσει τις sections ως ένα δηµιούργηµα καθαρά δικό της και θα τις µετατρέψει σταδιακά σε προνοµιακό όχηµα προώθησης των διεκδικήσεών της. Η σχέση αυτών των στρωµάτων µε την µέση αστική τάξη και τις επαναστατικές κυβερνήσεις είναι αµφίσηµη. Άλλοτε συνεργάζονται για την αντιµετώπιση των αριστοκρατών και των µεγαλοαστών, και άλλοτε συγκρούονταν αφού η κεντρική εξουσία ποτέ δεν είδε µε καλό µάτι την αυτονοµία που εξέφραζαν οι sections. Πόσο µάλλον που σιγά σιγά οι sections γίνονταν όλο και πιο παρεµβατικές στην κεντρική πολιτική σκηνή. Οι Αβράκωτοι, όπως ονοµάστηκαν τα λαϊκά στρώµατα της πόλης, ήταν εχθρικοί απέναντι στον οικονοµικό φιλελευθερισµό της µέσης αστικής τάξης και είχαν µια αρκετά διαφορετική αντίληψη για την πολιτική καθώς υποστήριζαν ένα κίνηµα που έτεινε προς την τοπική αυτονοµία και την αποκέντρωση, τάση που καταπιεζόταν τόσο καιρό από τον µοναρχικό συγκεντρωτισµό. Η επαναστατική όµως αλλαγή δεν έφερε το τέλος του συγκεντρωτισµού. Αντιθέτως, οι Ιακωβίνοι, όπως ονοµάστηκαν οι αστοί που επάνδρωσαν τις επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις και τα όργανα των κεντρικών κυβερνήσεων, ήταν ένθερµοι οπαδοί του συγκεντρωτισµού. Για να εξοβελίσουν τους µετριοπαθείς αστούς, υποστηρικτές µιας φιλελεύθερης συνταγµατικής µοναρχίας αγγλικού τύπου, θα συµµαχήσουν µε το λαό του Παρισίου όπως αυτός εκφραζόταν µέσα από τις sections. Όµως, δεν θα συµµεριστούν ποτέ πλήρως τα αιτήµατά του. Πιστοί σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστηµα όπου ο λαός έχει περιθωριακό ρόλο, σε µια οικονοµία της αγοράς που ξεφεύγει από κάθε λαϊκό έλεγχο και σε µια ισχυρή κεντρική εξουσία που καταπνίγει τις τοπικές πρωτοβουλίες, βρίσκονταν στην ουσία στον αντίποδα των διεκδικήσεων των sections. Θα αποδεχθούν ορισµένες από αυτές ως απλό προσωρινό µέτρο προσεταιρισµού του λαού ώστε να επικρατήσουν στη διαµάχη τους µε τους µετριοπαθείς. Γρήγορα όµως θα στραφούν εναντίον τους προσπαθώντας να τις θέσουν στο περιθώριο.

Πρέπει βέβαια να επισηµανθεί ότι οι Αβράκωτοι δεν είχαν από την αρχή στα χέρια τους τον έλεγχο των sections, παρά µόνο σε ορισµένες λαϊκές συνοικίες στα άκρα της πόλης οι οποίες, συνηθισµένες σε ένα αυτόνοµο ρυθµό καθηµερινής ζωής, κρατούσαν ακόµη τις ιδιαίτερες συνήθειες και παραδόσεις τους και έτσι προέβαλλαν µε ιδιαίτερη ένταση το αίτηµα της τοπικής αυτονοµίας. Στις υπόλοιπες sections τον τόνο τον έδιναν αρχικώς οι µετριοπαθείς φιλελεύθεροι αστοί για τους οποίους η τοπική αυτονοµία ήταν απλώς µια εγγύηση πολιτικής ελευθερίας που δεν έθιγε τις οικονοµικές και κοινωνικές ανισότητες. Οι sections όµως ήταν ένα πραγµατικό σχολείο άµεσης δηµοκρατίας. Έτσι σιγά-σιγά οι λαϊκές τάξεις, ενθαρρυµένες από µια σχεδόν τριετή επαναστατική εµπειρία εκµάθησης και συµµετοχής στην πολιτική ζωή, πήραν τον έλεγχο των sections και απέκτησαν συντριπτική πλειοψηφία στις συνελεύσεις αναγκάζοντας τους µετριοπαθείς να τις εγκαταλείψουν. Από εκείνο το σηµείο και έπειτα το πρόταγµα της τοπικής αυτοδιεύθυνσης λαµβάνει διαφορετικό περιεχόµενο και πολύ µεγαλύτερες διαστάσεις. Σηµαίνει την ανάληψη ελέγχου σε όλες τις πτυχές της τοπικής καθηµερινότητας και τη δυνατότητα ισχυρής παρέµβασης σε εθνικά ζητήµατα που αφορούσαν όλους και επηρέαζαν την τοπική ζωή. Ταυτίζεται µε την προώθηση της εξοµάλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και της άµεσης λογοδότησης του εθνικού κοινοβουλίου στις εθνικές συνελεύσεις. Οι sections µετατρέπονται σε πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής και γίνονται φορείς ενός λαϊκού κινήµατος δίχως προηγούµενο. Όλη η ζωή στο επίπεδο της γειτονιάς οργανώνεται γύρω από αυτές. Παράλληλα όµως οι sections έχουν άµεση συνείδηση της στενής σύνδεσης ανάµεσα στο εθνικό και το τοπικό. Έτσι, φιλοδοξούν να καθορίσουν το περιεχόµενο της εθνική πολιτικής σύµφωνα µε τους στόχους ενός λαϊκού κινήµατος από τα κάτω, θεσµισµένου σε τοπική βάση. Το αίτηµα της τοπικής αυτοδιεύθυνσης δεν τις οδηγεί σε αποµονωτισµό. Αντιθέτως, γύρω από αυτό επιδιώκεται να σφυρηλατηθεί µια νέα ενότητα βασισµένη στις αρχές της άµεσης δηµοκρατίας και της κοινωνικής ισότητας. Βέβαια, αυτή η προσπάθεια τελικώς απέτυχε, άφησε όµως µια κληρονοµιά που έµεινε για πολύ καιρό ζωντανή στην ιστορία του απελευθερωτικού κινήµατος στη Γαλλία.

Η συνέλευση

Η συνέλευση αποτελούσε το κυριότερο πολιτικό όργανο των sections. Αυτή αποφάσιζε για τα πάντα και δεν αναγνώριζε καµία υπέρτερη αρχή. Όπως αναφέρθηκε ήδη δικαίωµα συµµετοχής είχαν όλοι οι πολίτες-κάτοικοι της γειτονιάς. Οι συνεδριάσεις ήταν δηµόσιες, ανοιχτές σε όλους. Αυτή η δηµοσιότητα διασφάλιζε τη διαφάνεια της πολιτικής ζωής και την αποφυγή παρασκηνιακών διαβουλεύσεων που τόσο συνηθίζονταν στα κοινοβούλια. Για τις sections οι γνώµες έπρεπε να λέγονται ανοιχτά, εφόσον κανείς δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Η διαβούλευση γινόταν µε όρους αλληλεγγύης και αδελφοσύνης. Όλοι είχαν δικαίωµα να πάρουν το λόγο και να ανέβουν στο βάθρο που ήταν τοποθετηµένο γι’ αυτό το σκοπό στο βάθος της αίθουσας. Βέβαια, η αίθουσα σπάνια γέµιζε. Γενικότερα, το ποσοστό συµµετοχής των κατοίκων στις συνελεύσεις δεν ήταν ποτέ σταθερό. Όταν επρόκειτο να συζητηθούν κρίσιµα ζητήµατα ή όταν η πολιτική ζωή γνώριζε περιόδους κρίσης οι κάτοικοι συνέρεαν µαζικά. Όταν όµως η ηµερήσια διάταξη δεν αφορούσε κάτι σηµαντικό, µόνο οι πιο συνειδητοποιηµένοι έπαιρναν µέρος. Φυσικά υπήρχαν και εκείνοι που από κάποια στιγµή και έπειτα διαφώνησαν µε το ριζοσπαστικό περιεχόµενο των αποφάσεων των sections και απείχαν µόνιµα από τις συνελεύσεις.

Οι συνελεύσεις ξεκινούσαν γύρω στις 6 η ώρα το απόγευµα. Οι πρώτοι που έφθαναν ήταν οι έµποροι και οι αρχιτεχνίτες, εκείνοι δηλαδή που είχαν µια επαγγελµατική και οικονοµική άνεση και µπορούσαν να φεύγουν από νωρίς από τις δουλειές τους. Λίγο µετά τις επτά η αίθουσα άρχιζε να γεµίζει. Έφθαναν µαζικά οι εργάτες και οι τεχνίτες από τα εργαστήρια της συνοικίας, καθώς και οι υπάλληλοι των καταστηµάτων. Η ώρα λήξης της συνεδρίασης αποτελούσε αντικείµενο διαρκούς συζήτησης. Το ζήτηµα δεν ήταν µόνο πρακτικό αλλά και βαθύτατα πολιτικό. Συνήθως οι κουβέντες τραβούσαν σε µάκρος και µπορεί να τελείωναν και µετά τα µεσάνυχτα. Όσοι λοιπόν έπρεπε να ξυπνήσουν νωρίς την επόµενη µέρα για να εργασθούν δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση µέχρι το τέλος και να συµµετάσχουν στη λήψη των τελικών αποφάσεων. Εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο ήταν οι φτωχοί εργάτες και υπάλληλοι, οι οποίοι έπρεπε πολύ νωρίς να βρίσκονται στις δουλειές τους. Αντίθετα, οι καταστηµατάρχες και οι αρχιµάστορες µπορούσαν να κάθονται µέχρι αργά. Έτσι τα φτωχότερα στρώµατα κινδύνευαν να αποκλειστούν από τις αποφάσεις ή να βρεθούν σε δεινή οικονοµική και προσωπική θέση αν προτιµούσαν τις συνελεύσεις από τις επαγγελµατικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Ύστερα λοιπόν από έντονες λαϊκές πιέσεις, οι περισσότερες sections αποφάσισαν να λήγουν οι συνεδριάσεις στις 10 η ώρα.

Η κάθε συνέλευση διέθετε έναν πρόεδρο και ένα γραµ­µατέα. Ο πρόεδρος έδινε τον λόγο σε όποιον το ζητούσε και τον καλούσε να ανέβει στο βήµα και να µιλήσει. Κανείς δεν είχε το δικαίωµα να τον διακόψει. Βέβαια, αν ο οµιλητής µακρηγορούσε ή αποµακρυνόταν από το θέµα, οι πολίτες µπορούσαν να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους αποχωρώντας από την αίθουσα. Τότε ό πρόεδρος επενέβαινε, ζητούσε τη γνώµη της συνέλευσης και έβαζε τέλος στον λόγο. Συχνά επίσης ο πρόεδρος καλούσε τα µέλη που γνώριζαν ανάγνωση να διαβάσουν εφηµερίδες στους υπόλοιπους, ώστε η πληροφόρηση να διαχέεται σε όλους. Όπως προαναφέρθηκε εκείνη την εποχή η συντριπτική πλειονότητα των φτωχών πολιτών ήταν αναλφάβητοι. Η συνέλευση όφειλε να διασφαλίσει την ισότητα των µελών της, να δώσει σε όλους τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στην πληροφόρηση, ώστε να µπορούν να αποφασίζουν γνωρίζοντας τα θέµατα σε βάθος. Κανείς δεν έπρεπε να αποκλείεται ή να νιώθει µειονεκτικά λόγω ελλιπούς µόρφωσης. Άλλωστε όλοι οι πολίτες ήταν αδέλφια, και τα προνόµια τα αριστοκρατικής καταγωγής δεν καταργήθηκαν για να αντικατασταθούν από εκείνα µιας µορφωµένης ελίτ. Με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό η συνέλευση αποδοκίµαζε τους ποµπώδεις λόγους. Κανείς δεν µπορούσε να επιχειρεί να εντυπωσιάζει τους άλλους εκµεταλλευόµενος τις ρητορικές τους ικανότητες. Οι οµιλίες έπρεπε να είναι περιεκτικές και λακωνικές. Να υποθέσουµε ότι µε αυτό τον τρόπο καταπιεζόταν το δικαίωµα της ατοµικής έκφρασης; Μα για τις sections ο σωστός πολίτης ήταν εκείνος που έβαζε τις ικανότητές του στην υπηρεσία της κοινότητας, χωρίς να προσπαθεί να επιβάλλει τις θέσεις του. Υπό αυτή την έννοια η συνέλευση δεν ήταν µόνο ο τόπος έκφρασης των προσωπικών απόψεων. Ήταν κυρίως ο χώρος όπου οι πολίτες µάθαιναν να διαβουλεύονται, να συζητούν, να προσπαθούν να συγκεράσουν τις γνώµες τους, σεβόµενοι ο ένας τις ιδιαιτερότητες και τις αδυναµίες του άλλου. Μόνο έτσι µπορούσε να σφυρηλατηθεί η ενότητα της κοινότητας, έξω από την οποία η ατοµική ελευθερία δεν έχει ιδιαίτερο νόηµα. Συνεπώς, η συνέλευση γινόταν ένα πραγµατικό σχολείο, όπου οι πολίτες εκπαιδεύονταν όντας οι ίδιοι ταυτόχρονα δάσκαλοι και µαθητές, στην συγκρότηση µιας δηµοκρατικής κοινότητας. Φυσικά, ηγετικές φυσιογνωµίες υπήρχαν πάντα, άνθρωποι που ξεχώριζαν στο εσωτερικό των συζητήσεων. Κάτι τέτοιο όµως ήταν αναπόφευκτο. Εκείνο που έχει σηµασία είναι ότι η Συνέλευση προσπαθούσε µε κάθε τρόπο να διασφαλίσει την ισότητα των µελών της.

Πώς όµως λαµβάνονταν οι αποφάσεις; Έπειτα από, πολλές φορές εξαντλητικές, συζητήσεις, αργά το βράδυ ερχόταν η ώρα να βρεθεί µια λύση. Η διαφάνεια που επικρατούσε στη διαβούλευση µεταφερόταν και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Έτσι, οργανώνονταν ψηφοφορίες που ήταν φανερές. Βέβαια, αυτή η µορφή ψηφοφορίας δεν εφαρµόσθηκε από την αρχή. Τα πρώτα χρόνια στο εσωτερικό των sections διαµορφώνονταν δύο τάσεις. Η πρώτη, των µετριοπαθών αστών, υποστήριζε την µυστική ψηφοφορία και η άλλη, των αβράκωτων, τη φανερή. Η πρώτη τάση µαρτυρούσε µια αστική αντίληψη της πολιτικής ελευθερίας, σε διαρκή ανταγωνισµό µε την κοινότητα. Η δεύτερη θεωρούσε ότι η πολιτική ελευθερία πραγµατώνεται µέσα στο πλαίσιο της κοινότητας και όχι αντιθετικά µε αυτήν. Έτσι, όσο η επιρροή των αβράκωτων µεγάλωνε, η φανερή ψηφοφορία κέρδιζε έδαφος. Με αυτό τον τρόπο οι πολίτες όχι µόνο λάµβαναν αποφάσεις αλλά εξέλεγαν και τους εκλέκτορες για τις εθνικές εκλογές και τα µέλη των αιρετών οργάνων των sections.

Η ψηφοφορία γινόταν µε ανάταση χειρός, δια βοής ή πότε πότε χειροκροτώντας. Όταν τα θέµατα συζήτησης αφορούσαν ζητήµατα γενικής πολιτικής, οι συνελεύσεις αποφάσιζαν να απευθυνθούν στο κοινοβούλιο. Συντασσόταν µια συλλογική αναφορά και µια αντιπροσωπεία αποστελλόταν στην εθνοσυνέλευση. Για τις sections µια τέτοια κίνηση κατοχύρωνε στην πράξη την λαϊκή κυριαρχία. Η εθνοσυνέλευση ήταν υποχρεωµένη όχι µόνο να λάβει υπόψη της αλλά και να υιοθετήσει τα αιτήµατα των συνελεύσεων της γειτονίας, εφόσον αυτές εξέφραζαν µε τον αυθεντικότερο τρόπο τη λαϊκή βούληση. Έτσι, αρκετές φορές οι αποστολές των sections υπέβαλλαν πραγµατικά τελεσίγραφα στην εθνική αντιπροσωπεία τα οποία εκείνη αναγκαζόταν να αποδεχθεί υπό την πίεση των πραγµάτων. Με αυτό τον τρόπο η συνέλευση γινόταν πραγµατικός ρυθµιστής της εθνικής πολιτικής ζωής. Σε µια εποχή όπου ο κοινοβουλευτισµός δεν είχε ακόµη παγιωθεί ως µορφή διακυβέρνησης της χώρας, οι παρεµβάσεις των sections φανερώνουν την τάση του λαϊκού κινήµατος προς την άµεση δηµοκρατία που του εξασφάλιζε ισότιµη συµµετοχή στην λήψη των αποφάσεων. Συνεπώς, οι αντιπρόσωποι αντιµετωπίζονταν µε δυσπιστία, κάτι σαν αναγκαίο κακό. Ορισµένες δυσαρεστηµένες sections ζήτησαν ακόµη και την παραποµπή κάποιων βουλευτών στους εκλογείς τους, ώστε να τους αφαιρεθεί η εντολή αντιπροσώπευσης. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι για τις sections οι βουλευτές δεν ήταν τίποτα άλλο από απλοί εντολοδόχοι που όφειλαν να ακολουθούν πιστά και χωρίς παρεκκλίσεις τις οδηγίες των εκλογέων τους. Η συνέλευση του κάθε τοµέα είχε λοιπόν την υποχρέωση να ελέγχει τους βουλευτές τους οποίους άλλωστε εκείνη επέλεγε, και όταν διαπίστωνε παρεκκλίσεις να τους επαναφέρει στην τάξη. Με αυτή τους την τακτική, η οποία έπαιρνε την µορφή µαζικών εισβολών του λαού στο κοινοβούλιο την ώρα που εκείνο συνεδρίαζε, οι sections επέτυχαν σηµαντικές κατακτήσεις. Η πιο σηµαντική ήταν πως υποχρέωσαν την εθνοσυνέλευση να επιβάλει µέγιστη διατίµηση για τα σιτηρά και τις ζωοτροφές, διαφορετική για κάθε τοµέα.

Βέβαια, η κατάσταση στις συνελεύσεις τοµέων δεν ήταν πάντα ρόδινη. Αρκετές φορές χρησιµοποιήθηκε το φανερό της ψήφου ως µέσο πίεσης από συγκεκριµένες οµαδοποιήσεις. Οι sections όµως θεωρούσαν ειλικρινά ότι, εφόσον όλοι οι πολίτες ήταν αδέλφια, οι γνώµες έπρεπε να εκφράζονται άφοβα και οι αποφάσεις να λαµβάνονται στο φως. Ήταν χρέος των πολιτών να µην προσπαθούν να κρύβουν την άποψή τους αλλά να την φανερώνουν, γιατί µόνο τότε ενισχυόταν η ενότητα της κοινότητας. Εξάλλου, οι sections ενδιαφέρονταν πραγµατικά να επιτύχουν τη µεγαλύτερη δυνατή συναίνεση γύρω από ένα σχέδιο. Έτσι, µια απλή πλειοψηφία δεν αρκούσε. Οι συζητήσεις συνεχίζονταν ώστε να κερδηθεί η εύνοια των αντιτιθέµενων ή των αναποφάσιστων. Αν και η µετριοπαθής αστική τάξη απουσίαζε από τις συνελεύσεις, τα επιµέρους συµφέροντα στο εσωτερικό των αβράκωτων προκαλούσαν συχνά ρήξεις και εντάσεις. Ήταν φυσικό οι επιδιώξεις των εργατών και των υπαλλήλων να είναι διαφορετικές από αυτές των µικροεµπόρων και των ειδικευµένων τεχνιτών. Όλοι βέβαια συνασπίζονταν έναντι του κοινού εχθρού, είτε αυτός ήταν η παλιά αριστοκρατία είτε η αναδυόµενη προνοµιούχος αστική τάξη. Πρέπει να σηµειώσουµε εδώ ότι οι συνελεύσεις των sections είχαν µια σαφή τοπική αναφορά: τη γειτονιά, τη συνοικία. Έτσι, οι πολίτες προσέρχονταν στις συζητήσεις µε την ταυτότητα του κατοίκου, του διαµένοντα στη συγκεκριµένη γειτονιά. Ο πολίτης των sections αισθανόταν όµως εξίσου έντονα και την κοινωνικο-οικονοµική του προέλευση και θέση και την εξέφραζε µε σαφή τρόπο στη διάρκεια της διαβούλευσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι sections µεγαλούργησαν όταν τα λαϊκά στρώµατα, πλειοψηφία του πληθυσµού της πόλης, ανέλαβαν τον έλεγχο και εξοβέλισαν τους µεγαλοαστούς. Μόνο τότε η αντίληψη της τοπικής αυτοδιεύθυνσης διευρύνθηκε τόσο ώστε να συµπεριλάβει όλες σχεδόν τις όψεις της δηµόσιας ζωής µε σαφείς κοινωνικούς στόχους σύµφωνους µε τις επιδιώξεις ενός λαϊκού κινήµατος. Έτσι επιτεύχθηκε ο συγκερασµός µεταξύ του χωροταξικού και του αστικού στοιχείου.

Τα όργανα

Οι γενικές συνελεύσεις διέθεταν εκτελεστικά όργανα τα οποία διασφάλιζαν τη συνέχεια της δράσης τους και την υλοποίηση των αποφάσεών τους. Οι θεµελιώδεις αρχές των sections αποτυπώνονται τόσο στη σύνθεση όσο και στον τρόπο λειτουργίας αυτών των οργάνων. Πρόκειται λοιπόν για όργανα αιρετά, ανακλητά και υπόλογα ανά πάσα στιγµή στις γενικές συνελεύσεις. Στην περίοδο ακµής των sections τα εκτελεστικά όργανα ήταν οι πραγµατικοί φορείς της εξουσίας. Έγιναν λοιπόν γρήγορα αντικείµενο διαµάχης ανάµεσα στις sections και την κεντρική κυβέρνηση, η οποία εντέλει κατόρθωσε να τα οικειοποιηθεί και, είτε να τα ενσωµατώσει, είτε να τα καταργήσει.

Οι πολιτικές επιτροπές ήταν ένα από τα σηµαντικότερα όργανα των sections. Αρχικά ήταν εξαρτηµένες και διορισµένες από το δηµοτικό συµβούλιο του Παρισιού, το οποίο και πληροφορούσαν σχετικά µε τις υποθέσεις της κάθε συνοικίας. Μετά το 1792 όµως και την εγκαθίδρυση της κοµµούνας στον δήµο της πρωτεύουσας, οι πολιτικές επιτροπές άρχισαν να εκλέγονται από τις γενικές συνελεύσεις της κάθε section. Έτσι, η ανεξαρτησία τους περιορίστηκε. Οι επίτροποι ήταν πλέον απλοί εντολοδόχοι, υπόλογοι στη συνέλευση, στην οποία παρουσιάζονταν ανά τακτά χρονικά διαστήµατα για να δώσουν εξηγήσεις. Έτσι, αν και διοικητικά υπάγονταν στο δηµοτικό συµβούλιο της πόλης, στην ουσία συµµορφώθηκαν µε τις επιθυµίες των sections από τις οποίες προέρχονταν και στις οποίες λογοδοτούσαν. Ασχολήθηκαν κυρίως µε τη διανοµή των τροφίµων και τη διασφάλιση της επιβίωσης των κατοίκων των sections, έργο επίπονο το οποίο έφεραν σε πέρας αποτελεσµατικά, ελέγχοντας τις τιµές και χτυπώντας την κερδοσκοπία. Άσκησαν εξουσία σε µία ταραγµένη περίοδο και κατόρθωσαν να οργανώσουν την οικονοµική ζωή των sections ώστε την ώρα που οι τιµές αυξάνονταν να φτάνουν τα τρόφιµα στις λαϊκές τάξεις. Καθώς όµως δεν τους δινόταν καµία αποζηµίωση, εκείνοι οι επίτροποι που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις αναγκάσθηκαν σιγά σιγά να αποσυρθούν, πιεσµένοι από τις ανάγκες της καθηµερινότητας. Έτσι, το όργανο έχασε την ισχύ του και πέρασε στον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης, η οποία και από το 1799 και έπειτα διόριζε τα µέλη του.

Η στρατιωτική δύναµη των sections αποτέλεσε προϊόν εξέλιξης της παρισινής εθνοφρουράς (garde nationale), η οποία είχε δηµιουργηθεί αρχικά το 1789 ως µοχλός πίεσης της αστικής τάξης σε βάρος της µοναρχίας. Αρχικά η εθνοφρουρά αποτελούνταν αποκλειστικά από ενεργούς πολίτες, εκείνους δηλαδή που κατείχαν κάποια σηµαντική περιουσία και εποµένως δικαίωµα ψήφου. Μετά τον Αύγουστο του 1792 όµως οι sections ανέλαβαν να επανδρώνουν µε συντάγµατα την εθνοφρουρά, στην οποία συµµετείχαν πλέον όλοι οι πολίτες δίχως διάκριση. Έτσι, η εθνοφρουρά µετατράπηκε σε µια πραγµατική ένοπλη λαϊκή δύναµη που λειτουργούσε παράλληλα µε τον κυβερνητικό στρατό και πολεµούσε τόσο εναντίον των ξένων βασιλιάδων που είχαν εισβάλει στη Γαλλία όσο και εναντίον των ντόπιων αριστοκρατών που είχαν ξεσηκώσει κάποιες επαρχίες. Ήταν διαιρεµένη σε 48 οπλισµένους τοµείς, όσες και οι sections, ο καθένας από τους οποίους υπάγονταν στην αντίστοιχη section. Όλοι οι πολίτες του τοµέα εξέλεγαν τους αξιωµατικούς και τους υπαξιωµατικούς, τους οποίους οι sections είχαν δικαίωµα να ανακαλέσουν. Για την διοίκηση της ένοπλης δύναµης η κάθε section εξέλεγε µια επιτροπή πολέµου η οποία ήταν υπεύθυνη για την ηθική ενθάρρυνση και την τροφοδοσία µε υλικό και ρουχισµό των συνταγµάτων που βρίσκονταν στο µέτωπο, υποστήριζε τους γονείς και τα παιδιά των στρατιωτών, έστελνε επιτρόπους στο θέατρο των επιχειρήσεων και έτσι διατηρούσε άθικτη την επικοινωνία µεταξύ λαού και στρατού. Στο εσωτερικό κάθε µονάδας λειτουργούσε ένα πειθαρχικό συµβούλιο αποτελούµενο από εκπροσώπους όλων των βαθµών και αρµόδιο να εκτελέσει τους κανονισµούς που κάθε γενική συνέλευση ψήφιζε. Η λειτουργία της εθνοφρουράς ισχυροποίησε απίστευτα τις sections καθώς τους έδωσε τη δυνατότητα να ελέγχουν τις πολιτικές εξελίξεις στη πρωτεύουσα και να παρεµβαίνουν δυναµικά για την υπεράσπιση των συµφερόντων τους. Αποτέλεσε το στρατιωτικό βραχίονα της τοπικής αρχής και, καθώς λειτουργούσε µε οµοσπονδιοποιηµένο τρόπο, εξασφάλιζε τον ένοπλο συντονισµό µεταξύ των sections στο εσωτερικό της πόλης. Οι sections όµως είχαν συνειδητοποιήσει και τη σηµασία της λαϊκής συµµετοχής στις επιχειρήσεις που διεξάγονταν στο µέτωπο, γι’ αυτό έστελναν συνέχεια συντάγµατα να πολεµήσουν εναντίον των εισβολέων και να προστατεύσουν τη νεοσύστατη δηµοκρατία από τις µοναρχικές απειλές. Παράλληλα, όποτε µέσα στο Παρίσι εκδηλωνόταν κάποια αντεπαναστατική κίνηση, η εθνοφρουρά ήταν έτοιµη να την πατάξει. Αυτή όµως η στρατιωτική αυτονοµία των sections δεν άρεσε καθόλου στην κεντρική κυβέρνηση, η οποία από το 1794 και µετά µέσω της τροµερής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Δηµόσιας Σωτηρίας έθεσε υπό έλεγχο την εθνοφρουρά, εκµεταλλευόµενη την κόπωση του λαϊκού κινήµατος.

Οι επαναστατικές επιτροπές, τέλος, οργανώνονταν από τον Αύγουστο του 1792 µε σκοπό να εντοπίζουν και να επιτηρούν τους πολίτες που θεωρούνταν εχθροί της επανάστασης. Συνέλεγαν καταγγελίες και εξέδιδαν εντάλµατα σύλληψης. Έγιναν έτσι µια πραγµατική πολεµική µηχανή που βοήθησε τους αβράκωτους να ελέγξουν τις sections. Η κεντρική κυβέρνηση όµως επενέβη και µέσω της παροχής αποζηµίωσης µετέτρεψε τα µέλη τους σε κυβερνητικούς υπαλλήλους. Πλέον δεν λογοδοτούσαν µόνο στις sections αλλά και στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Έχοντας πραγµατικές υπερεξουσίες µεταβλήθηκαν σε πράκτορες της κυβέρνησης, επιχειρώντας να ελέγξουν την κοινοτική ζωή προς όφελός της.

Επίλογος

Ενσαρκώνοντας ένα αυθεντικά λαϊκό κίνηµα, οι sections φιλοδόξησαν να καθορίσουν τις εξελίξεις στο επαναστατηµένο Παρίσι. Αν και στερούνταν συνεκτικού προγράµµατος, η πρακτική και οι αποφάσεις τους αντανακλούσαν µια πολιτική και οικονοµική θεώρηση εντελώς αντίθετη µε αυτή των επαναστατικών κυβερνήσεων. Η αναπόφευκτη σύγκρουση µε την κεντρική εξουσία απέβη εις βάρος τους, κυρίως γιατί ο συσχετισµός δυνάµεων ποτέ δεν τις ευνόησε ουσιαστικά. Όλα τα παραπάνω όµως θα τα εξετάσουµε αναλυτικότερα στο δεύτερο µέρους αυτού του άρθρου.

Διονύσης Γιαννακόπουλος

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Η. Lefebvre, H Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα 2004, Μ.Ι.Ε.Τ.
2. Fr. Furet – D. Richet, H Γαλλική Επανάσταση, Αθήνα 1997, Εστία
3. J.-P. Bertaud, Η καθηµερινή ζωή στη Γαλλία τον καιρό της Επανάστασης, Αθήνα 1989, Παπαδήµας
4. A. Soboul, Les sans culottes, Paris 1968, Seuil
5. M. Vovelle, L’état de la France pendant la révolution, Paris 1988, Editions de la découverte
6. Fr. Furet – M. Ozouf, Dictionnaire critique de la révolution française, Paris 1988, Flammarion